DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
axerophthol [ˌæksə'rɔfθɔl] n
med. αξηροφθόλη; ρετινόλη; βιταμίνη A₁; βιταμίνη A; αντιξηροφθαλμική βιταμίνη; αντιξηροφθαλμικός παράγοντας