armour | |
el. | οπλισμός του καλωδίου; οπλισμός; θωράκιση του καλωδίου; οπλισμός καλωδίου |
armoured | |
gen. | θωρακισμένος |
armouring | |
construct. | θωράκιση με λιθορριπή; ογκόλιθοι προστασίας; εξωτερική χαλύβδινη θωράκιση; οπλισμός |
cables | |
forestr. | συρματόσχοινα |
| |||
θωράκιση με λιθορριπή; ογκόλιθοι προστασίας; εξωτερική χαλύβδινη θωράκιση; οπλισμός | |||
εξωτερικό φύλλο | |||
| |||
οπλισμός του καλωδίου; οπλισμός; θωράκιση του καλωδίου; οπλισμός καλωδίου | |||
| |||
θωρακισμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
armd |
armoured: 55 phrases in 13 subjects |