applicant | |
gen. | καταθέτης ; αιτών |
law | αιτών; ενάγων; προσφεύγων; προσφεύγων-ενάγων |
law commun. | αιτούντες; πρoσφεύγωv |
patents. | καταθέτης |
parts | |
mech.eng. | εξαρτήματα; μεμονωμένα τεμάχια |
| |||
καταθέτης αίτησης κοινοτικού σήματος; αιτών | |||
αιτών; ενάγων; προσφεύγων; προσφεύγων-ενάγων | |||
αιτούντες; πρoσφεύγωv | |||
καταθέτης | |||
αναιρεσείων |
applicants: 76 phrases in 18 subjects |