airframe | |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος; πλαίσιο αεροσκάφους |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
power plant | |
econ. | σταθμός παραγωγής ενέργειας |
energ.ind. | σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας; μονάδα παραγωγής ενεργείας |
energ.ind. el. | σταθμός παραγωγής ηλεκτρισμού |
environ. | Σταθμός ηλεκτροπαραγωγής; εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος |
| |||
δομή αεροσκάφους; κέλυφος n; πλαίσιο αεροσκάφους | |||
| |||
άτρακτοι f | |||
English thesaurus | |||
| |||
afr | |||
| |||
a/f |
airframe and : 1 phrase in 1 subject |
Astronautics | 1 |