Airborne Early Warning | |
transp. avia. | αερομεταφερόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
math. | έλεγχος |
| |||
έγκαιρος προειδοποίηση από ιπτάμενο ραντάρ | |||
| |||
αερομεταφερόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
The detection of enemy air or surface units by radar or other equipment carried in an airborne vehicle, and the transmitting of a warning to friendly units (JP 3-52) |
airborne early warning: 5 phrases in 1 subject |
General | 5 |