actual | |
gen. | πραγματική; πραγματικό; πραγματικός |
individual | |
commun. life.sc. patents. | ιδιαίτερος' ατομικός |
law market. | φυσικό πρόσωπο |
med. | οντότητα; μεμονωμένος; άνθρωπος |
consumption | |
econ. | κατανάλωση |
| |||
φυσική πρώτη ύλη; φυσικό εμπόρευμα | |||
| |||
πραγματική; πραγματικό; πραγματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
a. | |||
act |
actual: 246 phrases in 32 subjects |