abstract | |
gen. | αφηρημένη; αφηρημένο; αφηρημένος |
abstracting | |
econ. | κατάταξις στοιχείων έργου προς σύνταξιν προϋπολογισμού κατ'είδος εργασίας |
Journal | |
comp., MS | Μπλοκ σημειώσεων |
journal | |
account. | ημερολόγιο |
commun. | περιοδικό |
| |||
κατάταξις στοιχείων έργου προς σύνταξιν προϋπολογισμού κατ'είδος εργασίας | |||
συνόψιση; σύνταξη σύνοψης | |||
| |||
αφηρημένη; αφηρημένο; αφηρημένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
abstg. (подводящий итоги, в старых английских документах, начало 20-го века и ранее Slawjanka) |
abstracting: 15 phrases in 1 subject |
Work flow | 15 |