| |||
Εργασία (A field for a contact's workplace telephone number, typically retrieved automatically from the corporate address book) | |||
| |||
λειτουργώ | |||
δύναμη τροποποίησης ενός συστήματος | |||
έργο | |||
εργασία | |||
υπερωριακή εργασία | |||
κόσμος της εργασίας | |||
κατασκευάζω; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι; εργάζομαι | |||
προς κατεργασία κομμάτι | |||
| |||
εργαζόμενος | |||
μετασκευάζω; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά | |||
English thesaurus | |||
| |||
work | |||
wk; w (Vosoni) | |||
yakka | |||
wrk | |||
| |||
Workflow Management, Inc. |
Work: 1286 phrases in 58 subjects |