testability | |
gen. | δυνατότητα πραγματοποίησης δοκιμών |
IT | δυνατότητα δοκιμής |
report | |
gen. | πρωτόκολλο |
econ. | έκθεση |
ed. | έλεγχος προόδου; διάλεξη |
IT | αναφορά |
market. | απολογισμός |
| |||
δυνατότητα πραγματοποίησης δοκιμών | |||
δυνατότητα δοκιμής | |||
δυνατότητα δοκιμασίας |