oral | |
gen. | προφορική; προφορικό; προφορικός |
ed. | προφορική εξέταση |
med. | στοματικός |
paste | |
chem. | ζύμη |
comp., MS | επικόλληση |
industr. construct. | κόλλα υφάσματος |
med. | πάστα |
| |||
προφορική εξέταση | |||
| |||
προφορική; προφορικό; προφορικός | |||
προφορική εξέταση | |||
στοματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Orthalliance, Inc. |
Oral: 179 phrases in 20 subjects |