examination | |
gen. | τεστ |
econ. | εξετάσεις |
econ. market. | διαχειριστική μελέτη; διαχειριστική ανάλυση |
forestr. | επιθεώρηση |
med. | εξέταση |
stat. | εκτίμηση; ανάλυση |
under | |
law | κατόπιν |
anesthetics | |
med. | αναισθητικά |
| |||
τεστ | |||
εξετάσεις | |||
διαχειριστική μελέτη; διαχειριστική ανάλυση | |||
επιθεώρηση | |||
εξέταση | |||
εκτίμηση; ανάλυση | |||
| |||
εξεταστική περίοδος | |||
English thesaurus | |||
| |||
exam | |||
ex |
Examination under: 2 phrases in 2 subjects |
Law | 1 |
Technology | 1 |