diffusing capacity | |
med. | ικανότητα διάχυσης; συντελεστής διάχυσης |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
lung | |
gen. | πνεύμονας |
econ. agric. | πνευμόνια; πλεμόνια |
med. | πνεύμονας; πνευμόνι |
| |||
ικανότητα διάχυσης; συντελεστής διάχυσης |
Diffusing Capacity Of The Lungs: 2 phrases in 1 subject |
Medical | 2 |