credit union | |
econ. | πιστωτικός συνεταιρισμός |
of | |
gen. | από |
Thailand | |
econ. | Ταϊλάνδη |
geogr. | Βασίλειο της Ταϊλάνδης |
| |||
πιστωτικός συνεταιρισμός | |||
συνεταιριστικός πιστωτικός οργανισμός; πιστοδοτική ένωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
CU |
Credit Union of: 2 phrases in 2 subjects |
Finances | 1 |
Insurance | 1 |