asian | |
gen. | ασιατική; ασιατικό; ασιατικός |
plate | |
gen. | πιάτο; πινάκιο |
el. | πλάκα στοιχείου συσσωρευτή |
life.sc. | τρυβλίο |
mech.eng. | επιγραφή τεχνικών πληροφοριών; ετικέττα χαρακτηριστικών του κατασκευαστού |
| |||
ασιατική; ασιατικό; ασιατικός |
Asian: 50 phrases in 14 subjects |