settlement | |
gen. | οικισμός,εγκατάσταση; οικισμός |
coal. | καταβύθιση |
construct. | συγκρότημα κατοικιών |
econ. construct. | οικισμός εργαζομένων |
fin. | εκκαθάριση; κλείσιμο θέσης; λογιστική τακτοποίηση |
mater.sc. construct. | καθίζηση; κατάρρευση |
commodities | |
fin. | εμπορεύματα και αξίες |
centre | |
life.sc. | κέντρωση |