| |||
ετησία πρόσοδος | |||
ατέρμων ράντα; ομολογιακό δάνειο χωρίς τακτή λήξη; ομολογία άνευ τακτής λήψεως; ομόλογα τοκοφόρα άνευ λήξεως; πάγιο δάνειο; χρεωλύσιο εξόφλησης; ασφαλιστική αποζημίωση; επίδομα; ετήσια δόση; ετήσια πρόσοδος | |||
πρόσοδος; ράντα | |||
ετήσιο τέλος | |||
English thesaurus | |||
| |||
A (LyuFi) | |||
| |||
ann | |||
ann. |
Annuity: 54 phrases in 9 subjects |
Agriculture | 1 |
Corporate governance | 1 |
Economy | 2 |
Finances | 15 |
General | 2 |
Government, administration and public services | 5 |
Insurance | 26 |
Law | 1 |
Patents | 1 |