DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Cultural studies containing ήχου | all forms
GreekDanish
αναγνώστης του ήχουtonehoved
απομονωτικό περίβλημα του ήχουlyddæmper
ηλεκτρική διάταξη λήψης του ήχουpick-up
ηλεκτρική διάταξη λήψης του ήχουelektrisk mikrofon
μαγνητική μέθοδος εγγραφής του ήχουmagnetisk optagelse
μαγνητικός αναγνώστης του ήχουmagnetisk tonehoved
μηχανή αναπαραγωγής του ήχουlydgengiver
ντουμπλάρισμα ήχουdubbing
πίνακας ελέγχου του ήχουlydkontrolapparat
φωτοηλεκτρική μέθοδος για την εγγραφή του ήχουfoto-elektrisk lydoptagelse