DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Forestry containing ταχύτητα | all forms
GreekRussian
ανεξέλεγκτη κίνηση λόγω κεκτημένης ταχύτηταςсвободный ход
κιβώτιο ταχυτήτωνкорпус редуктора
σχέση ταχυτήτωνпередаточное число
σχέση ταχυτήτωνкоэффициент передачи
ταχύτητα εργασιώνэксплуатационная скорость
ταχύτητα εργασιώνрабочая скорость
ταχύτητα οδήγησηςскорость движения
ταχύτητα σε ρελαντίхолостые обороты
ταχύτητα σε ρελαντίчисло оборотов на холостом ходу
ταχύτητα τροφοδοσίαςскорость подачи