DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing μετοχή | all forms
GreekPortuguese
ανεξόφλητη μετοχήação não amortizada
αποπληρωμένη μετοχήações integralizadas
αποπληρωμένη μετοχήação inteiramente liberada
αποπληρωμένη μετοχήação integralmente liberada
δείκτης αγοράς τιμής/κερδών ανά μετοχήrácio preço-lucro de mercado
δείκτης αγοράς τιμής/κερδών ανά μετοχήPER de mercado
δείκτης τιμής/κέρδους προς αύξηση κέρδους ανά μετοχήrácio PER/crescimento do EPS
δείκτης τιμής/κέρδους προς αύξηση κέρδους ανά μετοχήpreço/lucro por crescimento dos lucros por ação 
δεσμευμένη μετοχήação condicionada
δεσμευμένη μετοχήação ligada
δεσμευμένη μετοχήação de transmissão condicionada
δεσμευμένη μετοχήação com transação condicionada
διαρκής τοκοφόρος μετοχή εταιρείας κατασκευώνações de rendimento fixo permanente
εγγυημένη μετοχήação com dividendo garantido
εισηγμένη στο χρηματιστήριο μετοχή με περιορισμένη δυνατότητα μεταβίβασηςação nominativa de transmissão condicionada
εξοφλημένη μετοχήações integralizadas
εξοφλημένη μετοχήação inteiramente liberada
εξοφλημένη μετοχήação integralmente liberada
κέρδος ανά μετοχήlucro por ação 
κέρδος ανά μετοχή κατόπιν διάλυσης τίτλωνresultados por ação após diluição
καθαρή αξία ενεργητικού ανά κοινή μετοχήvalor contabilístico líquido por ação 
καθαρή αξία ενεργητικού ανά μετοχήvalor líquido global dos ativos por unidade de participação
καθαρή αξία ενεργητικού ανά μετοχήvalor contabilístico
καθαρό κέρδος ανά μετοχήlucro líquido por ação 
καταβληθείσα μετοχήação liberada
κοινή μετοχήação ordinária
κοινή μετοχή με δικαίωμα προαίρεσης για αγορά ή πώλησηação ordinária
κυκλική μετοχήação cíclica
μέρισμα ανά μετοχήdividendo por ação 
μερικώς εξοφλημένη μετοχήação parcialmente liberada
μερικώς εξοφλημένη μετοχήação parcialmente realizada
μερικώς εξοφλημένη μετοχήação não inteiramente liberada
μεταβιβάσιμη μετοχήtítulo de capital transacionável
μετατρέψιμη μετοχήação convertível
μετατρέψιμη προνομιούχος μετοχήação preferencial conversível
μετοχή άνευ μερίσματοςação diferida
μετοχή άνευ μερίσματοςdeferred share
μετοχή άνευ μερίσματοςdeferred stock
μετοχή άνευ μερίσματοςação com pagamento diferido
μετοχή άνευ ονομαστικής αξίαςação com valor nominal
μετοχή άνευ ονομαστικής αξίαςação com valor ao par
μετοχή έναντι εισφοράς σε είδοςação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro
μετοχή έναντι εισφοράς σε είδοςação de apport
μετοχή αμοιβήςação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro
μετοχή αμοιβήςação de apport
μετοχή Βação do tipo B
μετοχή διακινούμενη σε αγορά υποκείμενη σε διοικητικούς περιορισμούςação transacionada num mercado regulamentado
μετοχή "εις τον κομιστήν"ação ao portador
μετοχή εταιρίας ορυχείουação de uma sociedade da indústria extrativa 
μετοχή εταιρίας της παράλληλης αγοράςação cotada no mercado não oficial
μετοχή εταιρείας μικρής κεφαλαιοποίησηςação de pequena capitalização
μετοχή εταιρείας χαμηλής κεφαλαιοποίησηςação de pequena capitalização
μετοχή κεφαλαίουparte de capital
μετοχή με απόδοση υπό αίρεσηdeferred stock
μετοχή με απόδοση υπό αίρεσηação diferida
μετοχή με απόδοση υπό αίρεσηdeferred share
μετοχή με απόδοση υπό αίρεσηação com pagamento diferido
μετοχή με περιορισμένο δικαίωμα ψήφουação com direito a voto limitado
μετοχή με πολλαπλό δικαίωμα ψήφουação de voto plural
μετοχή με πολύ μειωμένη χρηματιστηριακή αξίαstub stock
μετοχή με πολύ χαμηλή χρηματιστηριακή αξίαstub stock
μετοχή μερικώς εξωφλημένηação parcialmente realizada
μετοχή μερικώς εξωφλημένηação parcialmente liberada
μετοχή μερικώς εξωφλημένηação não inteiramente liberada
μετοχή μεταβιβάσιμη υπό όρουςação de transmissão condicionada
μετοχή μεταβιβάσιμη υπό όρουςação ligada
μετοχή μεταβιβάσιμη υπό όρουςação condicionada
μετοχή μεταβιβάσιμη υπό όρουςação com transação condicionada
μετοχή που έχει ήδη εκδοθείação já emitida
μετοχή που έχει εκδοθείação emitida
μετοχή που δίνεται ως δώρο στους μετόχουςdividendo estatutário
μετοχή που δίνεται ως δώρο στους μετόχουςações de fruição
μετοχή που δεν αποσβέσθηκεação não amortizada
μετοχή που δεν είναι πλήρως εξοφλημένηação parcialmente liberada
μετοχή που δεν είναι πλήρως εξοφλημένηação parcialmente realizada
μετοχή που δεν είναι πλήρως εξοφλημένηação não inteiramente liberada
μετοχή που εκδίδεται προς αντικατάστασηação emitida em substituição
μετοχή που εκδίδεται στην ονομαστική της αξίαação emitida ao par
μετοχή που εκδόθηκεação subscrita
μετοχή που εκδόθηκε σε αντάλλαγμαação criada na sequência de uma troca
μετοχή που εξοφλείταιação reembolsada
μετοχή που καταβάλλεται ολοσχερώςação inteiramente liberada
μετοχή που καταβάλλεται ολοσχερώςações integralizadas
μετοχή που καταβάλλεται ολοσχερώςação integralmente liberada
μετοχή που κατατίθεται ως εγγύησηação depositada em caução
μετοχή που μπορεί να εξαγορασθείação remível
μετοχή που μπορεί να εξαγορασθείação amortizável
μετοχή που προκύπτει από μετατροπήação resultante da conversão
μετοχή που προσφέρεται για ανάληψηação oferecida através de subscrição
μετοχή που υπόκειται σε πρόσκληση καταβολήςação sujeita a chamadas de capital
μετοχή προς εγγύησηação depositada em caução
μετοχή σε αντάλλαγμα εισφοράςação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro
μετοχή σε αντάλλαγμα εισφοράςação de apport
μετοχή ταμιευτηρίουação de poupança
μετοχή υψηλής ζήτησηςemissão quente
μετοχή χωρίς δικαίωμα ψήφουações emitidas sem direito de voto
μετοχή χωρίς δικαίωμα ψήφουação sem direito de voto
μετοχή χωρίς ονομαστική αξίαação sem valor nominal
μετοχή χωρίς ψήφοações emitidas sem direito de voto
μετοχή χωρίς ψήφοação sem direito de voto
μη αποπληρωμένη μετοχήação parcialmente liberada
μη αποπληρωμένη μετοχήação parcialmente realizada
μη αποπληρωμένη μετοχήação não inteiramente liberada
μη ρευστή μετοχήação sem liquidez
μη ρευστοποιήσιμη μετοχήação sem liquidez
μη σωρευτική προνομιούχος μετοχήação preferencial não cumulativa
ονομαστική μετοχήação nominativa
παλαιά μετοχήação antiga
"πράσινη"μετοχήtítulo de empresa ecológica
προνομιούχος αποσβέσιμη μετοχήação preferencial passível de amortização
προνομιούχος κοινή μετοχήações preferenciais normais
προνομιούχος μετοχήação preferencial
προνομιούχος μετοχήação privilegiada
προνομιούχος μετοχήação com direitos múltiplos de voto
προνομιούχος μετοχήação com voto plural
προνομιούχος μετοχήacção privilegiada
προνομιούχος μετοχήacção preferencial
προνομιούχος μετοχήação de preferência
προνομιούχος μετοχή άνευ δικαιώματος ψήφουação preferencial sem direito a voto
προνομιούχος μετοχή με απόδοση υπό αίρεσηdeferred share
προνομιούχος μετοχή με απόδοση υπό αίρεσηdeferred stock
προνομιούχος μετοχή με απόδοση υπό αίρεσηação diferida
προνομιούχος μετοχή με απόδοση υπό αίρεσηação com pagamento diferido
προνομιούχος μετοχή χωρίς δικαίωμα ψήφουação com dividendo prioritário
προσωρινή μετοχήtítulo provisório de uma ação 
προσωρινή μετοχήcertidão de entrega
ρευστή μετοχήação com liquidez
σπασμένη μετοχήfração de ação
συγκριτικός δείκτης τιμής/κερδών ανά μετοχήrácio preço-lucro relativo
συγκριτικός δείκτης τιμής/κερδών ανά μετοχήPER relativo
υπέρβαρη μετοχήcom maior representação
υποδιαιρεμένη μετοχήfração de ação