Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Vietnamese
Terms
for subject
Finances
containing
μετοχή
|
all forms
Greek
Portuguese
ανεξόφλητη
μετοχή
ação não amortizada
αποπληρωμένη
μετοχή
ações integralizadas
αποπληρωμένη
μετοχή
ação inteiramente liberada
αποπληρωμένη
μετοχή
ação integralmente liberada
δείκτης αγοράς τιμής/κερδών ανά
μετοχή
rácio preço-lucro de mercado
δείκτης αγοράς τιμής/κερδών ανά
μετοχή
PER de mercado
δείκτης τιμής/κέρδους προς αύξηση κέρδους ανά
μετοχή
rácio PER/crescimento do EPS
δείκτης τιμής/κέρδους προς αύξηση κέρδους ανά
μετοχή
preço/lucro por crescimento dos lucros por ação
δεσμευμένη
μετοχή
ação condicionada
δεσμευμένη
μετοχή
ação ligada
δεσμευμένη
μετοχή
ação de transmissão condicionada
δεσμευμένη
μετοχή
ação com transação condicionada
διαρκής τοκοφόρος
μετοχή
εταιρείας κατασκευών
ações de rendimento fixo permanente
εγγυημένη
μετοχή
ação com dividendo garantido
εισηγμένη στο χρηματιστήριο
μετοχή
με περιορισμένη δυνατότητα μεταβίβασης
ação nominativa de transmissão condicionada
εξοφλημένη
μετοχή
ações integralizadas
εξοφλημένη
μετοχή
ação inteiramente liberada
εξοφλημένη
μετοχή
ação integralmente liberada
κέρδος ανά
μετοχή
lucro por ação
κέρδος ανά
μετοχή
κατόπιν διάλυσης τίτλων
resultados por ação após diluição
καθαρή αξία ενεργητικού ανά κοινή
μετοχή
valor contabilístico líquido por ação
καθαρή αξία ενεργητικού ανά
μετοχή
valor líquido global dos ativos por unidade de participação
καθαρή αξία ενεργητικού ανά
μετοχή
valor contabilístico
καθαρό κέρδος ανά
μετοχή
lucro líquido por ação
καταβληθείσα
μετοχή
ação liberada
κοινή
μετοχή
ação ordinária
κοινή
μετοχή
με δικαίωμα προαίρεσης για αγορά ή πώληση
ação ordinária
κυκλική
μετοχή
ação cíclica
μέρισμα ανά
μετοχή
dividendo por ação
μερικώς εξοφλημένη
μετοχή
ação parcialmente liberada
μερικώς εξοφλημένη
μετοχή
ação parcialmente realizada
μερικώς εξοφλημένη
μετοχή
ação não inteiramente liberada
μεταβιβάσιμη
μετοχή
título de capital transacionável
μετατρέψιμη
μετοχή
ação convertível
μετατρέψιμη προνομιούχος
μετοχή
ação preferencial conversível
μετοχή
άνευ μερίσματος
ação diferida
μετοχή
άνευ μερίσματος
deferred share
μετοχή
άνευ μερίσματος
deferred stock
μετοχή
άνευ μερίσματος
ação com pagamento diferido
μετοχή
άνευ ονομαστικής αξίας
ação com valor nominal
μετοχή
άνευ ονομαστικής αξίας
ação com valor ao par
μετοχή
έναντι εισφοράς σε είδος
ação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro
μετοχή
έναντι εισφοράς σε είδος
ação de apport
μετοχή
αμοιβής
ação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro
μετοχή
αμοιβής
ação de apport
μετοχή
Β
ação do tipo B
μετοχή
διακινούμενη σε αγορά υποκείμενη σε διοικητικούς περιορισμούς
ação transacionada num mercado regulamentado
μετοχή
"εις τον κομιστήν"
ação ao portador
μετοχή
εταιρίας ορυχείου
ação de uma sociedade da indústria extrativa
μετοχή
εταιρίας της παράλληλης αγοράς
ação cotada no mercado não oficial
μετοχή
εταιρείας μικρής κεφαλαιοποίησης
ação de pequena capitalização
μετοχή
εταιρείας χαμηλής κεφαλαιοποίησης
ação de pequena capitalização
μετοχή
κεφαλαίου
parte de capital
μετοχή
με απόδοση υπό αίρεση
deferred stock
μετοχή
με απόδοση υπό αίρεση
ação diferida
μετοχή
με απόδοση υπό αίρεση
deferred share
μετοχή
με απόδοση υπό αίρεση
ação com pagamento diferido
μετοχή
με περιορισμένο δικαίωμα ψήφου
ação com direito a voto limitado
μετοχή
με πολλαπλό δικαίωμα ψήφου
ação de voto plural
μετοχή
με πολύ μειωμένη χρηματιστηριακή αξία
stub stock
μετοχή
με πολύ χαμηλή χρηματιστηριακή αξία
stub stock
μετοχή
μερικώς εξωφλημένη
ação parcialmente realizada
μετοχή
μερικώς εξωφλημένη
ação parcialmente liberada
μετοχή
μερικώς εξωφλημένη
ação não inteiramente liberada
μετοχή
μεταβιβάσιμη υπό όρους
ação de transmissão condicionada
μετοχή
μεταβιβάσιμη υπό όρους
ação ligada
μετοχή
μεταβιβάσιμη υπό όρους
ação condicionada
μετοχή
μεταβιβάσιμη υπό όρους
ação com transação condicionada
μετοχή
που έχει ήδη εκδοθεί
ação já emitida
μετοχή
που έχει εκδοθεί
ação emitida
μετοχή
που δίνεται ως δώρο στους μετόχους
dividendo estatutário
μετοχή
που δίνεται ως δώρο στους μετόχους
ações de fruição
μετοχή
που δεν αποσβέσθηκε
ação não amortizada
μετοχή
που δεν είναι πλήρως εξοφλημένη
ação parcialmente liberada
μετοχή
που δεν είναι πλήρως εξοφλημένη
ação parcialmente realizada
μετοχή
που δεν είναι πλήρως εξοφλημένη
ação não inteiramente liberada
μετοχή
που εκδίδεται προς αντικατάσταση
ação emitida em substituição
μετοχή
που εκδίδεται στην ονομαστική της αξία
ação emitida ao par
μετοχή
που εκδόθηκε
ação subscrita
μετοχή
που εκδόθηκε σε αντάλλαγμα
ação criada na sequência de uma troca
μετοχή
που εξοφλείται
ação reembolsada
μετοχή
που καταβάλλεται ολοσχερώς
ação inteiramente liberada
μετοχή
που καταβάλλεται ολοσχερώς
ações integralizadas
μετοχή
που καταβάλλεται ολοσχερώς
ação integralmente liberada
μετοχή
που κατατίθεται ως εγγύηση
ação depositada em caução
μετοχή
που μπορεί να εξαγορασθεί
ação remível
μετοχή
που μπορεί να εξαγορασθεί
ação amortizável
μετοχή
που προκύπτει από μετατροπή
ação resultante da conversão
μετοχή
που προσφέρεται για ανάληψη
ação oferecida através de subscrição
μετοχή
που υπόκειται σε πρόσκληση καταβολής
ação sujeita a chamadas de capital
μετοχή
προς εγγύηση
ação depositada em caução
μετοχή
σε αντάλλαγμα εισφοράς
ação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro
μετοχή
σε αντάλλαγμα εισφοράς
ação de apport
μετοχή
ταμιευτηρίου
ação de poupança
μετοχή
υψηλής ζήτησης
emissão quente
μετοχή
χωρίς δικαίωμα ψήφου
ações emitidas sem direito de voto
μετοχή
χωρίς δικαίωμα ψήφου
ação sem direito de voto
μετοχή
χωρίς ονομαστική αξία
ação sem valor nominal
μετοχή
χωρίς ψήφο
ações emitidas sem direito de voto
μετοχή
χωρίς ψήφο
ação sem direito de voto
μη αποπληρωμένη
μετοχή
ação parcialmente liberada
μη αποπληρωμένη
μετοχή
ação parcialmente realizada
μη αποπληρωμένη
μετοχή
ação não inteiramente liberada
μη ρευστή
μετοχή
ação sem liquidez
μη ρευστοποιήσιμη
μετοχή
ação sem liquidez
μη σωρευτική προνομιούχος
μετοχή
ação preferencial não cumulativa
ονομαστική
μετοχή
ação nominativa
παλαιά
μετοχή
ação antiga
"πράσινη"
μετοχή
título de empresa ecológica
προνομιούχος αποσβέσιμη
μετοχή
ação preferencial passível de amortização
προνομιούχος κοινή
μετοχή
ações preferenciais normais
προνομιούχος
μετοχή
ação preferencial
προνομιούχος
μετοχή
ação privilegiada
προνομιούχος
μετοχή
ação com direitos múltiplos de voto
προνομιούχος
μετοχή
ação com voto plural
προνομιούχος
μετοχή
acção privilegiada
προνομιούχος
μετοχή
acção preferencial
προνομιούχος
μετοχή
ação de preferência
προνομιούχος
μετοχή
άνευ δικαιώματος ψήφου
ação preferencial sem direito a voto
προνομιούχος
μετοχή
με απόδοση υπό αίρεση
deferred share
προνομιούχος
μετοχή
με απόδοση υπό αίρεση
deferred stock
προνομιούχος
μετοχή
με απόδοση υπό αίρεση
ação diferida
προνομιούχος
μετοχή
με απόδοση υπό αίρεση
ação com pagamento diferido
προνομιούχος
μετοχή
χωρίς δικαίωμα ψήφου
ação com dividendo prioritário
προσωρινή
μετοχή
título provisório de uma ação
προσωρινή
μετοχή
certidão de entrega
ρευστή
μετοχή
ação com liquidez
σπασμένη
μετοχή
fração de ação
συγκριτικός δείκτης τιμής/κερδών ανά
μετοχή
rácio preço-lucro relativo
συγκριτικός δείκτης τιμής/κερδών ανά
μετοχή
PER relativo
υπέρβαρη
μετοχή
com maior representação
υποδιαιρεμένη
μετοχή
fração de ação
Get short URL