DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing total | all forms | exact matches only
EnglishGreek
annual total authorizedετήσιο εγκριθέν ποσό
basic total return swapΒασικές συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης
to exceed the total amount of the appropriationsυπερβαίνω το συνολικό ποσό των πιστώσεων
gross total domestic debtσυνολικό ακαθάριστο εγχώριο χρέος
net total amount standing on the B accountsκαθαρό συνολικό ποσό που εμφανίζεται στη λογιστική Β
non-basic total return swapΒασικές συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης
overall total of the appropriations opened in the budgetτο συνολικό ποσό των πιστώσεων που έχουν ανοιχθεί στα πλαίσια του προϋπολογισμού
overstepping of a totalυπέρβαση ποσού
return on total assetsαπόδοση συνολικού ενεργητικού
sequence of totalσύνολο μηνυμάτων
the total amount shall be apportioned among the original Member Statesτο συνολικό ποσό κατανέμεται μεταξύ των αρχικών Kρατών μελών
the total or partial disappearance of goodsη ολική ή μερική εξαφάνιση των εμπορευμάτων
total amount of a loan in principal and interestσυνολικό ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους
total amount of basic loan plus interestσυνολικό ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους
total amount of indebtednessσυνολικό ποσό του χρέους' σύνολο του χρέους' συνολικό υπόλοιπο του χρέους
total amount of loans approvedποσό παραχωρηθέντων δανείων
total amount of outstanding loansσυνολικό ποσό των εκκρεμών δανειοδοτήσεων
total amount of own resourcesτο συνολικό ποσό των ιδίων πόρων
total amount of repayments of capital and payments of interest made on loans grantedποσό αποπληρωμών κεφαλαίου και πληρωμών τόκων για χορηγηθέντα δάνεια
total amount of the expenditureσυνολικό ποσό των εξόδων
total appropriationχρηματοδοτικό κονδύλιο
total asset turnoverσύνολο πωλήσεων προς σύνολο διαθέσιμων στοιχείων ενεργητικού
total comprehensive incomeσυγκεντρωτικά συνολικά έσοδα
total cost of the credit to the consumerσυνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή
total creditσύνολο των πιστώσεων
total creditσυνολική χρηματοδότηση; σύνολο των πιστώσεων
total creditσυνολική χρηματοδότηση
total credit of domestic originσυνολική εγχώρια χρηματοδότηση
total customs receiptsη συνολική είσπραξη εκ δασμών
total debt serviceσυνολική εξυπηρέτηση χρέους
total debt serviceεξυπηρέτηση συνολικού χρέους
total debt serviceεξυπηρέτηση μικτού χρέους
total debt to equity ratioλόγος συνολικού χρέους προς τα ίδια κεφάλαια
total destructionολική καταστροφή
total economyσυνολική οικονομία
total exposure to an issuerσυνολικός κίνδυνος έναντι ενός εκδότη
total financial appropriationχρηματοδοτικό κονδύλιο
total or partial drawback of dutiesολική ή μερική επιστροφή των δασμών
total outputσυνολική ακαθάριστη παραγωγή
total outstanding borrowingsσυνολικό υπόλοιπο δανεισμού
total outstanding exposureσύνολο κινδύνων
total outstanding exposureσυνολική εκκρεμούσα έκθεση
Total Quality ControlΟλικός Ποιοτικός ΄Ελεγχος
total quality managementΔιοίκηση ολικής ποιότητας
Total Quality ManagementΜάνατζμεντ Ολικής Ποιότητας
Total Quality ManagementΔιοίκηση Ολικής Ποιότητας
total quantity placed on the marketσυνολική ποσότητα που διατίθεται στην αγορά
total relief from import dutiesολική απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς
total remittancesσυνολικά εμβάσματα
total remunerationσυνολική αμοιβή
total replacement costσυνολικό κόστος αντικατάστασης
total restructuring planσχέδιο συνολικής αναδιάρθρωσης
total returnσυνολική απόδοση
total revenue shall cover total appropriations for paymentsτο σύνολο των εσόδων καλύπτει το σύνολο των πιστώσεων για πληρωμές
total tonnage to be assignedσυνολική κατανομή
total turnoverσυνολικός κύκλος εργασιών
total voting powerσύνολο ψήφων
total wage billμισθολογικό κόστος
withdrawal-in part or in total-of SDRsμερική ή ολική ανάληψη των ΕΤΔ