DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing τεχνική | all forms
GreekDanish
διαστημική τεχνικήrumfartsteknik
επιστημονική και τεχνική υποστήριξη ανταγωνιστικής φύσηςvidenskabelig eller teknisk bistand med en konkurrerende karakter
καλλιεργητική τεχνικήdyrkningsteknik
λαμβάνεται υπ'όψη και επιταχύνεται η τεχνική πρόοδοςaf hensyn til de tekniske fremskridt og for at fremskynde disse
παρακολούθηση από την τεχνική βοήθειαkontrol inden for rammerne af den faglige bistand
προϊόντα που λαμβάνονται από μια ορισμένη τεχνική μέθοδο παραγωγήςprodukter med samme produktionsteknik
συνολική τεχνική επιχορήγησηgeografisk afgrænset globaltilskud
τεχνική ανεργίαdriftsbetinget arbejdsløshed
τεχνική αποτελεσματικότης,συντελεστής τεχνικής αποτελεσματικότηταςknow-how
τεχνική βοήθειαteknisk assistance
τεχνική βοήθειαteknisk hjælp
τεχνική βοήθειαfaglig bistand
τεχνική βοήθεια για την οικονομική αναδιάρθρωσηfaglig bistand til den økonomiske omstrukturering
τεχνική βοήθεια,τεχνική αρωγήteknisk bistand
τεχνική βοήθεια,τεχνική αρωγήteknisk assistance
τεχνική βοήθεια,τεχνική αρωγήfaglig bistand
τεχνική διαχείρισηςledelsesteknik
τεχνική εκπαίδευσηteknisk undervisning
τεχνική επιτροπήteknisk udvalg EU (ΕE)
Τεχνική Επιτροπή Δασμολογητέας Αξίαςteknisk toldværdikomité
Τεχνική Επιτροπή Κανόνων ΚαταγωγήςTeknisk Udvalg for Oprindelsesregler
τεχνική επιτροπή του ΟΗΕteknisk FN-kommission
τεχνική ιδιομορφίαteknisk specifikation
τεχνική ομάδα ΜΟΠ - διυπηρεσιακή ομάδα συντονισμούteknisk gruppe IMP-GIC
τεχνική προγραμματισμούteknisk driftsplan
τεχνική προδιαγραφήteknisk specifikation
τεχνική συνεργασίαteknisk samarbejde
τεχνική της επικοινωνίαςkommunikation i praksis
τεχνική της σύνταξηςeffektiv skriftlig fremstilling
τεχνική των διαπραγματεύσεωνforhandlingsteknik
τεχνική υποστήριξηteknisk assistance
τεχνική υποστήριξηteknisk bistand
τεχνική υποστήριξηfaglig bistand
τεχνική ωριμότηςteknisk optimal omdriftsalder