DictionaryForumContacts

   Maltese Greek
Terms for subject Economy containing fl | all forms | exact matches only
MalteseGreek
effiċjenza fl-emissjonijiet tal-karbonjuαποδοτικότητα από άποψη άνθρακα
ekonomija effiċjenti fl-użu tar-riżorsiοικονομία με αποδοτική χρήση των πόρων
ekonomija effiċjenti fl-użu tar-riżorsiαποδοτική, από πλευράς πόρων, οικονομία
konsolidament tal-estimi fl-abbozz preliminari tal-baġitσυγκεντρώνω τις καταστάσεις των προβλεπόμενων εξόδων σε προσχέδιο προϋπολογισμού
Kooperazzjoni fl-affarijiet interniσυνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων
kooperazzjoni fl-enerġijaενεργειακή συνεργασία
l-Awtorità Ewropea dwar is-Sigurtà fl-IkelΕυρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων
l-Aġenzija Ewropea dwar is-Sigurtà fl-AvjazzjoniΕυρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας
l-Aġenzija tal-Unjoni Ewropea għall-Kooperazzjoni fl-Infurzar tal-Liġi u t-TaħriġΟργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία και την κατάρτιση στον τομέα της επιβολής του νόμου
Organizzazzjoni tas-Sajd fl-Atlantiku tal-MajjistralΟργανισμός Αλιείας Βορειοδυτικού Ατλαντικού
pożizzjoni soda fl-estimiυγιής δημοσιονομική κατάσταση