DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Commerce containing διαδικασία | all forms
GreekGerman
επίσημη διαδικασία έρευναςförmliches Prüfverfahren
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότηταςWindhundverfahren
ταχεία διαδικασία προηγούμενης εξέτασηςbeschleunigtes Verfahren für die vorherige Prüfung