DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Commerce containing διαδικασία | all forms
GreekPortuguese
επίσημη διαδικασία έρευναςprocedimento formal de investigação
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότηταςprimeiro chegado, primeiro servido
ταχεία διαδικασία προηγούμενης εξέτασηςprocesso acelerado de exame prévio