DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing αντικείμενο | all forms
GreekFrench
αίτημα που περιλαμβάνει το αντικείμενο της πληρωμήςinvitation à payer
αγωγή με μη περιουσιακό αντικείμενοaction extrapatrimoniale
αγωγή που έχει περιουσιακό αντικείμενοaction patrimoniale
αντικείμενο και γεωγραφικό πεδίο εφαρμογήςchamp d'application matériel et géographique
αντικείμενο και σκοπόςobjet et but
αντικείμενο και σκοπός του ελέγχουobjet et but du contrôle
αντικείμενο κυριότητας το οποίο υφίσταται χωριστά από την επιχείρησηobjet de propriété indépendant de l'entreprise
αντικείμενο της σύμβασηςobjet du contrat
αποτελώ αντικείμενο διεθνούς καταχώρησηςfaire l'objet d'un enregistrement international
αποτελώ αντικείμενο παραίτησηςfaire l'objet d'une renonciation
δίκη με αντικείμενο την αναγνώριση της προσωπικής καταστάσεως φυσικών προσώπωνprocédure en constatation d'état
δίκη με αντικείμενο την παροχή διατροφήςprocédure en prestation d'aliments
διαφορά συναφής με το αντικείμενο της Συνθήκηςdifférend en connexité avec l'objet du traité
οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιούνται ενώπιον των πολιτικών ή ποινικών δικαστηρίων, σε δίκες που έχουν αντικείμενο τη μη τήρηση της κτηνιατρικής νομοθεσίαςles informations peuvent être utilisées dans le cadre d'actions judiciaires ou de poursuites engagées par la suite pour non respect de la réglementation vétérinaire
η αίτηση του κοινοτικού σήματος ως αντικείμενο κυριότηταςdemande de marque communautaire comme objet de propriété
κοινωνικό αντικείμενοobjet social
κύριο αντικείμενο της αγωγήςobjet de la demande
κύριο αντικείμενο της συγκέντρωσηςobjet principal de l'opération de concentration
μορφές εγκληματικότητας που θίγουν ένα κοινό συμφέρον το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικής της Ένωσηςformes de criminalité qui portent atteinte à un intérêt commun qui fait l'objet d'une politique de l'Union
νομική πράξη με αντικείμενο το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιοinstrument relatif au droit applicable en matière de divorce
νομική πράξη με αντικείμενο το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιοinstrument Rome III
πιθανό αντικείμενο συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchisedomaine franchisable
πιθανό αντικείμενο συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchiseopération franchisable
πιθανό αντικείμενο συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchiseactivité franchisable
προσαρμογή δικαστικών αποφάσεων με αντικείμενο υποχρέωση διατροφήςadaptation des jugements rendus en matière d'obligations alimentaires
σημείο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράςpoint litigieux
στέρηση μιας συνθήκης από το αντικείμενό τηςpriver un traité de son objet
συλλογική σύμβαση με αντικείμενο την Κοινωνική Ασφάλισηconvention sociale
συλλογική σύμβαση με αντικείμενο την Κοινωνική Ασφάλισηconvention collective de sécurité sociale
σύμβαση δανείου που έχει ως αντικείμενο τη χρηματοδότηση της πωλήσεως κινητώνcontrat de prêt destiné à financer la vente de biens mobiliers corporels
Σύμβαση της 27ης Οκτωβρίου 1956 μεταξύ Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου,Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Γαλλικής Δημοκρατίας με αντικείμενο τη διευθέτηση του ρου του ποταμού MoselleConvention du 27 octobre 1956 entre le Grand-duché du Luxembourg,la République fédérale d'Allemagne et la République française au sujet de la canalisation de la Moselle
το αντικείμενο της αγωγήςfond de l'action
υποθέσεις έχουσες το ίδιο αντικείμενο, εγείρουσες το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεωςaffaires ayant le même objet,soulevant la même question d'interprétation ou mettant en cause la validité du même acte