DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing έκταση | all forms
GreekGerman
έκταση αρμοδιότηταςZustaendigkeitsbereich
έκταση ενοποίησηςKonsolidierungskreis
έκταση προστασίας που παρέχει η καταχώρηση σχεδίου ή υποδείγματοςSchutzumfang des Musterrechts
έκταση της αρμοδιότηταςReichweite der Zuständigkeit
έκταση της επικράτειαςräumlicher Geltungsbereich
έκταση της επικράτειαςterritorialer Geltungsbereich
έκταση της επικράτειαςterritorialer Anwendungsbereich
έκταση της επικράτειαςräumlicher Anwendungsbereich
έκταση της προστασίας του σήματοςSchutzumfang der Marke
έννοια και έκταση των αποτελεσμάτων μιας αποφάσεωςSinn und Tragweite eines Urteils
γεωγραφική έκταση των δραστηριοτήτων των συγκεκριμένων επιχειρήσεωνgeographische Ausdehnung der Tätigkeit der beteiligten Unternehmen
η έκταση της αδείαςder Umfang der Lizenz
μικρή έκτασηgeringe Fläche
συνολική έκτασηGesamtfläche