DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Law containing provato | all forms
ItalianGreek
a prova di crimineστεγανοποίηση των νομοθετικών κειμένων έναντι των εγκληματικών δραστηριοτήτων
a prova di intrusioniδιασφαλισμένο από παρεισδύσεις
assunzione dei mezzi di provaδιεξαγωγή αποδείξεων
assunzione dei mezzi di provaαποδεικτική διαδικασία
blocco degli elementi di provaδιαφύλαξη αποδεικτικών στοιχείων
blocco degli elementi di provaδέσμευση των αποδεικτικών στοιχείων
clausola di provaρήτρα δοκιμαστικής περιόδου
documento o prova relativo alla causaστοιχείο που έχει σχέση με την υπόθεση
essere utilizzato come prova nel procedimento giudiziarioδιαθέτω αποδεικτική ισχύ ενώπιον της δικαιοσύνης
essere utilizzato come prova nel procedimento giudiziarioέχω αποδεικτική δύναμη ενώπιον του δικαστηρίου
inversione dell'onere della provaαντιστροφή του βάρους απόδειξης
inversione dell'onere della provaαντιστροφή του βάρους της αποδείξεως
inversione dell'onere della provaαρχή της αναστροφής του βάρους της απόδειξης
localizzazione del mezzi di provaσυγκέντρωση των αποδείξεων
metodo di prova virtualeμέθοδος εικονικής δοκιμής
mezzi di prova pertinentiσοβαρά αποδεικτικά μέσα
mezzo di determinazione della prova di cittadinanzaμέσο απόδειξης της ιθαγένειας
mezzo di provaαποδεικτικό στοιχείο
mezzo di provaαποδεικτικό μέσον
produrre elementi di provaπροσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία
produzione della provaδιεξαγωγή μιας δοκιμής
produzione della prova contrariaαπόδειξη του εναντίου
proposta di nuovi mezzi di provaπροτείνω αποδεικτικά μέσα
prova a caricoενοχοποιητικά στοιχεία
prova a discaricoαπαλλακτικά στοιχεία
prova attitudinaleδοκιμασία ικανοτήτων
prova contrariaαvταπσδειξη
prova del consenso del licenziatarioαπόδειξη ότι συναινεί ο κάτοχος της άδειας
prova del mandato conferito all'avvocatoαποδεικτικό της εντολής προς το δικηγόρο
prova della registrazione del marchioαπόδειξη της καταχώρησης του σήματος
prova dell'esistenza giuridicaστοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη νομικού προσώπου
prova dell'esistenza giuridica di una persona giuridicaστοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη του νομικού προσώπου
prova dell'usoαπόδειξη χρήσης
prova di idoneitàδοκιμασία ικανοτήτων
prova documentaleέγγραφη απόδειξη
prova esperita in udienzaαπόδειξη που προσκομίστηκε στη συνεδρίαση
prova indiziariaαπόδειξη που βασίζεται σε απλές ενδείξεις
quietanza e prova del versamento bancarioεξοφλητική απόδειξη και απόδειξη λογιστικού διακανονισμούDiv.:εμβάσματος
valutazione della provaεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων
verbale di provaπρακτικό δοκιμής