DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing συγκράτηση | all forms
GreekGerman
καταστολή/απώθηση/περιορισμός/συγκράτησηUnterdrückung
συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςEindämmung
συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςEinschließung
συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςRückhaltung von Schwefeldioxid und Stickstoffoxiden
συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςSchadensbegrenzung
συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςRückhaltung
συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςContainment
συγκράτηση διαδρόμου ασφαλείας πυρκαγιάςHalten der Bekämpfungslinie
συγκράτηση του CΟ2CO2-Abscheidung