DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing φθορά | all forms
GreekGerman
ανθεκτικό στην φθοράverschleißfest
ανθεκτικότητα στη φθοράVerschleisswiderstand
αντίσταση στη φθοράStandvermoegen
αντοχή στη φθορά εκ τριβήςVerschleißfestigkeit
δοκιμή ανθεκτικότητας στη φθοράAbnuetzungs-Pruefung
εσωτερική φθορά από χρήσηinnere Abnutzung
σταθερότητα στην φθοράTragechtheit
φθορά κοπτικών άκρωνWaldkante
φθορά κοπτικών άκρωνWahnkante
φθορά της κόψης κοπτικού εργαλείουWaldkante
φθορά της κόψης κοπτικού εργαλείουWahnkante
φθορά του πυρίμαχου υλικούVerschleiß des feuerfesten Materials