DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing συγκράτηση | all forms
GreekGerman
συγκράτηση απόληξηςEndstückhalter
συγκράτηση καθοδηγητικού κανόναSchablonenhalter
συγκράτηση καθοδηγητικού κανόναLeitkurvenhalter
συγκράτηση στελέχουςSchafthalter
συγκράτηση στελέχουςMitnehmer
συγκράτηση της πτώσεως πιέσεως στον πυρήνα αντιδραστήραBeherrschung des Druckabfalls im Kern
σφαιρική ή πρισματική ιδιοσυσκευή με βραχίονες για τη συγκράτηση και την περιστροφή σπειροτόμων χειρόςKugelwindeisen