DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing διαδικασία | all forms
GreekGerman
διάταξη που ενεργοποιείται αυτόματα σε κάθε διαδικασία σύζευξηςselbsttätig während des Kuppelvorganges in Gang gesetzte Anzeige
διαδικασία ελέγχου λειτουργίαςProzesssteuerungsverfahren
διαδικασία ελέγχου λειτουργίαςProzesskontrollverfahren
διαδικασία περιστροφής στροβιλοκινητήρα χωρίς έγχυση καυσίμουAntriebszyklus
διαδικασία συναρμολόγησηςMontageband
διαδικασία συναρμολόγησηςFließband
διαδικασία φορτώσεωςτου θαλαμίσκουDurchladung