DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing διαδικασία | all forms
GreekPortuguese
διάταξη που ενεργοποιείται αυτόματα σε κάθε διαδικασία σύζευξηςdispositivo ativado automaticamente durante o processo de engate
διαδικασία περιστροφής στροβιλοκινητήρα χωρίς έγχυση καυσίμουciclo de motor
διαδικασία συναρμολόγησηςcadeia de montagem
διαδικασία φορτώσεωςτου θαλαμίσκουaberto de lado a lado