DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Mechanic engineering containing ação | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
atuador de dupla ação γρύλος δύο κατευθύνσεων
atuador de dupla ação γρύλος διπλής ενέργειας
ação automática de evacuação e de isolamentoεπενέργεια αυτομάτου εκκενώσεως και απομονώσεως
ação automática de evacuação e de isolamentoαυτόματη επενέργεια εκκενώσεως και απομονώσεως
ação recíprocaλειτουργία με εναλλαγή
bloquear a cabina por ação do paraquedasακινητοποίηση θαλάμου με τη συσκευή αρπάγης
bomba a vapor de ação direta ατμαντλία αμέσου ενεργείας
bomba a vapor de ação direta e efeito simplesαντλία μετά κυρίου βάκτρου
bomba tripla de ação simplesτρικύλινδρος αντλία απλής ενεργείας
corte pela ação de engrenarκοπή με συναρμογή σε οδοντωτό τροχό
de ação direta απευθείας δράσης
de ação direta αμέσου δράσεως
de ação rápidaταχείας δράσης
de dupla ação διπλής πλευρικής επενέργειας
elevador hidráulico de ação direta υδραυλικός ανελκυστήρας άμεσης μεταδόσεως κινήσεως
elevador hidráulico de ação indireta υδραυλικός ανελκυστήρας έμμεσης μεταδόσεως κινήσεως
filtro de ação físicaφίλτρο φυσικής δράσης
filtro de ação físicaφίλτρο με φυσική ενέργεια
linha de ação τροχιά επαφής
linha de ação γραμμή επαφής
multiplicador de pressão de simples ação πολλαπλασιαστής πιέσεως μεμονωμένων διαδρομών
plano de ação επιφάνεια εμπλοκής
proporcionar um arrefecimento normal sem recorrer a qualquer ação do operador ou contar com energia externaεξασφάλιση κανονικής ψύξεως χωρίς παρέμβαση του χειριστού ή εξάρτηση από εξωτερικά παρεχόμενη ισχύ
regulador de pressão de ação instantâneaβαλβίδα αυτόματου μηχανισμού με ελάσματα
separador de ação físicaδιαχωριστήρας με φυσική ενέργεια
turbina de ação ωστικός στρόβιλος
turbina de ação στρόβιλος δράσης
válvula de ação rápidaβάνα ταχείας επενέργειας