DictionaryForumContacts

   Swedish
Terms for subject Work flow containing fil | all forms
SwedishGreek
direkt filκανονικός αρχειοφάκελος
direkt filκανονικός φάκελος
direkt filκανονικό αρχείο
grupperad filσυσταδοποιημένος αρχειφάκελος
grupperad filσυσταδοποιημένος φάκελος
grupperad filσυσταδοποιημένο αρχείο
inverterad filαντεστραμμένος αρχειοφάκελος
inverterad filαντεστραμμένος φάκελος
inverterad filαντεστραμμένο αρχείο
sekventiell filακολουθιακός αρχειοφάκελος
sekventiell filακολουθιακός φάκελος
sekventiell filακολουθιακό αρχείο
system med inverterad filσύστημα λημμάτων-όρων
system med inverterad filσύστημα εισόδου όρων