DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Social science containing AID | all forms | exact matches only
EnglishGreek
adult aidενίσχυση ενηλίκων
agricultural income aidενισχύσεις στο γεωργικό εισόδημα
aid equivalent to early retirementενισχύσεις αντίστοιχες προς την πρόωρη συνταξιοδότηση
aid for early retirementενίσχυση για πρόωρη συνταξιοδότηση
aid for small producers of arable cropsενίσχυση υπέρ των μικρών παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών
AIDS casesκρούσματα AIDS
bilateral food aidδιμερής επισιτιστική βοήθεια
communication aidβοήθημα επικοινωνίας
delivery of humanitarian aidδιοχέτευση της ανθρωπιστικής βοήθειας
misappropriation of aidυπεξαίρεση της βοήθειας
mutual aidαλληλοβοήθεια μεταξύ των γειτόνων
mutual aidαλληλοβοήθεια
post-therapeutic social aidμετανοσοκομειακή κοινωνική βοήθεια ή περίθαλψις
procedure for mobilizing food aidδιαδικασίες για τη συγκέντρωση της επισιτιστικής βοήθειας
Programme of Agricultural Income AidsΠρόγραμμα Ενισχύσεων στο Γεωργικό Εισόδημα
to provide aidπαρέχω βοήθεια
unemployment aidαρωγή προς τους ανέργους
Working Group on the situation of refugees and displaced persons in the ACP countries in the context of humanitarian aid policyομάδα εργασίας για την κατάσταση των προσφύγων και των εκτοπισμένων ατόμων στα κράτη ΑΚΕ στο πλαίσιο της πολιτικής ανθρωπιστικής βοήθειας