DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Materials science containing factor | all forms | exact matches only
EnglishGreek
abrasion factorσυντελεστής φθοράς
coincidence factorσυντελεστής ταυτόχρονου φορτίου
coincidence factorσυντελεστής ταυτοχρονισμού
column buckling factorσυντελεστής λυγ
deterioration factorπαράγωv υπoβάθμισης
deterioration factorπαράγοντας αποσύνθεσης
diversity factorσυντελεστής ετεροχρονισμού
effective demand factorσχέση πραγματικής κατά την αιχμή προς την εγκαταστημένη ισχύ
effective demand factorσυντελεστής πραγματικής ζήτησης
high load factor consumerκαταναλωτής υψηλού συντελεστού φορτίου
high load factor consumerκαταναλωτής με υψηλό συντελεστή φόρτισης
low load factor consumerκαταναλωτής χαμηλού συντελεστού φορτίου
low load factor consumerκαταναλωτής με χαμηλό συντελεστή φόρτισης
low load factor tariffτιμολόγιο χαμηλού συντελεστή χρησιμοποίησης
low load factor tariffτιμολόγιο συντελεστού χαμηλής φόρτισης
peak responsibility factorσυντελεστής συμμετοχής στην αιχμή του συστήματος
peak responsibility factorσυντελεστής απόκρισης αιχμής
power factor clauseρήτρα συντελεστού ισχύος
power factor clauseρήτρα συνημιτόνου φ
reserve factorσυντελεστής ασφαλείας
safety factorσυντελεστής ασφαλείας
safety factor against shear failureσυντελεστής ασφάλειας σε διατμητική αστοχία
safety factor against slidingσυντελεστής ασφάλειας σε ολίσθηση
storage factorσυντελεστής πλήρωσης αποθήκης
storage factorσυντελεστής πλήρωσης
strain concentration factorσυντελεστής συγκέντρωσης παραμόρφωσης
the form factor is characteristic of the discontinuityο παράγοντας σχήματος είναι χαρακτηριστικός της αστάθειας