Subject | Greek | French |
astronaut., transp. | άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο | objet volant non identifié |
transp. | άγνωστο αντικείμενο επιπλέον κάτω από την επιφάνεια του νερού | objet invisible flottant entre deux eaux en immersion |
transp. | άγνωστο αντικείμενο επιπλέον κάτω από την επιφάνεια του νερού | objet inconnu flottant entre deux eaux en immersion |
commun. | έντυπο αντικείμενο | envoi de presse |
commun. | έντυπο αντικείμενο περιορισμένου τιμολογίου | envoi d'imprimé à taux réduit |
stat., lab.law. | έρευνα με αντικείμενο τη διάρθρωση των αμοιβών και των μισθών | recensement portant sur la structure des salaires et appointements |
stat., lab.law. | έρευνα με αντικείμενο τη διάρθρωση των αμοιβών και των μισθών | enquête sur la structure des traitements et salaires |
fin. | έρευνα με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού | enquête antisubvention |
commun. | έσοδα ανά αντικείμενο | recette par envoi |
law | αίτημα που περιλαμβάνει το αντικείμενο της πληρωμής | invitation à payer |
commun. | αγνοούμενο ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi manquant |
gen. | αγνώστου ταυτότητος ιπτάμενο αντικείμενο | soucoupe volante |
gen. | αγνώστου ταυτότητος ιπτάμενο αντικείμενο | objet volant non identifié |
law | αγωγή με μη περιουσιακό αντικείμενο | action extrapatrimoniale |
law | αγωγή που έχει περιουσιακό αντικείμενο | action patrimoniale |
med. | ανικανότης συγκεντρώσεως της προσοχής σε ένα αντικείμενο | distractibilité |
commun. | αντικείμενο άνευ προτεραιότητας | envoi non prioritaire |
commun. | αντικείμενο αλληλογραφίας | envoi de correspondance |
commun. | αντικείμενο αλληλογραφίας | objet de correspondance |
gen. | αντικείμενο αναφοράς | référé |
gen. | αντικείμενο αναφοράς | référent |
life.sc. | αντικείμενο αναφοράς για τη μέτρηση της ορατότητας | repère de visibilité |
econ. | αντικείμενο απογραφής | objet d'inventaire |
comp., MS | αντικείμενο αποθήκευσης | objet de stockage |
cultur. | αντικείμενο από μέταλλο με διαχωριστικά εμφυαλώματα | article en métaux cloisonnés |
met. | αντικείμενο από χυτοσίδηρο | pièce de fonderie |
commun., IT | αντικείμενο ασφάλειας | objet de sécurité |
comp., MS | αντικείμενο αυτοματοποίησης | objet Automation |
comp., MS | αντικείμενο βάσης δεδομένων | objet de base de données |
comp., MS | αντικείμενο "Βοηθός" | objet Assistant |
comp., MS | αντικείμενο δεδομένων παραμέτρων εκκίνησης | objet BCD (Boot Configuration Data) |
IT, dat.proc. | αντικείμενο διασφάλισης | objet de sécurité |
IT, dat.proc. | αντικείμενο διασφάλισης | objet de droit |
market., mater.sc. | αντικείμενο διαφήμισης | objet publicitaire |
market., mater.sc. | αντικείμενο διαφήμισης | article de réclame |
comp., MS | αντικείμενο δικαιωμάτων | objet d'autorisation |
comp., MS | αντικείμενο διοχέτευσης PowerShell | objet canal PowerShell |
comp., MS | αντικείμενο εκκίνησης | objet de démarrage |
commun., IT | αντικείμενο ελέγχου | objet de contrôle |
commun. | αντικείμενο ελεύθερο από τέλη και δικαιώματα | envoi franc de taxes et de droits |
fin., commun., IT | αντικείμενο ενδιαφέροντος | objet |
comp., MS | αντικείμενο επιδόσεων | objet de performance |
commun. | αντικείμενο επικοινωνίας | envoi postal de communication |
nat.sc., agric. | αντικείμενο επιλογής | objectif de sélection |
comp., MS | αντικείμενο εργασίας | objet de traitement |
comp., MS | αντικείμενο καθορισμένο από το χρήστη | objet défini par l'utilisateur |
law | αντικείμενο και γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής | champ d'application matériel et géographique |
gen. | αντικείμενο και διάρκεια ισχύος της σύμβασης | objet et durée du contrat |
law | αντικείμενο και σκοπός | objet et but |
law | αντικείμενο και σκοπός του ελέγχου | objet et but du contrôle |
chem. | αντικείμενο καλουπωμένο σε πλήρη κύκλο | moulée dans un cycle de moulage |
IT | αντικείμενο κατά τύπους | objets typisés |
comp., MS | αντικείμενο κατάστασης | objet d'état |
IT, dat.proc. | αντικείμενο κατάστρωσης | objet de mise en page |
IT, dat.proc. | αντικείμενο κατάστρωσης | composant physique |
comp., MS | αντικείμενο κατάταξης | objet d'inscription |
chem. | αντικείμενο κατεργασμένο με φλόγα | objet travaillé au chalumeau |
fin. | αντικείμενο κερδοσκοπίας | vague de spéculation |
comp., MS | αντικείμενο κοντέινερ | objet conteneur |
law | αντικείμενο κυριότητας το οποίο υφίσταται χωριστά από την επιχείρηση | objet de propriété indépendant de l'entreprise |
comp., MS | αντικείμενο με ενεργοποίηση ταχυδρομείου | objet à extension messagerie |
comp., MS | αντικείμενο με επίβλεψη κατάστασης | objet avec état |
el. | αντικείμενο με μολυσμένη επιφάνεια | objet contaminé superficiellement |
el. | αντικείμενο με μολυσμένη επιφάνεια | objet contaminé en surface |
mech.eng. | αντικείμενο με οξείες ακμές | à arêtes vives |
commun. | αντικείμενο με σφραγίδα προπληρωμής | envoi payé par empreinte |
IT, transp. | αντικείμενο μεταφορών | objet de transport |
chem. | αντικείμενο νομικής οντότητας | objet entité légale |
commun., IT | αντικείμενο οπτικής παρουσίασης | objet de présentation |
commun., IT | αντικείμενο οπτικής παρουσίασης | objet d'affichage |
comp., MS | αντικείμενο παραγωγής κλάσεων | fabrique de classe |
comp., MS | αντικείμενο παραλήπτη | objet destinataire |
comp., MS | αντικείμενο παραπομπής | objet de renvoi |
commun., IT | αντικείμενο παρουσίασης | objet de présentation |
commun., IT | αντικείμενο παρουσίασης | objet d'affichage |
comp., MS | αντικείμενο παροχής | objet fournisseur |
earth.sc. | αντικείμενο-πλάνο | plan-objet |
commun. | αντικείμενο που έχει διαβιβαστεί εσφαλμένα | envoi mal dirigé |
commun. | αντικείμενο που περιέχει εμπόρευμα | envoi contenant de la marchandise |
commun. | αντικείμενο που τελεί υπό μονοπωλιακό έλεγχο | envoi sous monopole |
commun. | αντικείμενο που τελεί υπό μονοπωλιακό έλεγχο | envoi relevant du monopole |
industr., construct. | αντικείμενο που φέρει απορροφητικό χαρτί | tampon-buvard |
industr., construct. | αντικείμενοθήκηπου φέρει ράβδους σχεδίασης από κάρβουνο | porte-fusain |
industr., construct. | αντικείμενο που φέρει υποδοχές για την τοποθέτηση των σφραγίδων | porte-cachets |
industr., construct. | αντικείμενο που χρησιμεύει ως βαρίδιο για τη συγκράτηση εγγγράφων | presse-papiers |
fin., commun. | αντικείμενο προς εκτελωνισμό μέσω του ταχυδρομείου | envoi à dédouaner par la poste |
commun. | αντικείμενο προτεραιότητας | envoi prioritaire |
fin., econ. | αντικείμενο πρόβλεψης | état prévisionnel des dépenses et des recettes |
fin., econ. | αντικείμενο πρόβλεψης | prévision de créance |
industr., construct. | αντικείμενο στολισμού | colifichet |
cultur. | αντικείμενο συλλογής | pièce de collection |
cultur. | αντικείμενο συλλογής | objet de collection |
health. | αντικείμενο συμπεριφοράς | objectif en matière de comportement |
commun., IT | αντικείμενο συσκευής | objet périphérique |
comp., MS | αντικείμενο συσκευής ελέγχου | objet CDO (Control Device Object) |
industr., construct., met. | αντικείμενο σχηματοποιημένο με πρεσσάρισμα | verre pressé |
industr., construct., met. | αντικείμενο σχηματοποιημένο με πρεσσάρισμα | moulure! |
comp., MS | αντικείμενο σύνδεσης | objet de connexion |
cultur. | αντικείμενο τέχνης | objet d'art |
IT | αντικείμενο ταχυδρομικής θυρίδας | boîte à lettre objet |
work.fl., IT | αντικείμενο τεκμηρίωσης | objet documentaire |
fin. | αντικείμενο της δαπάνης | objet de la dépense |
polit., law | αντικείμενο της διαφοράς | objet du litige |
gen. | αντικείμενο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών | objet de l'appel d'offres |
busin., labor.org. | αντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας; περιουσιακό στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας | bien entrant dans la masse |
busin., labor.org. | αντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας; περιουσιακό στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας | bien appartenant à la masse |
med. | αντικείμενο της σκέψης | but du raisonnement |
law | αντικείμενο της σύμβασης | objet du contrat |
tech. | αντικείμενο τυποποίησης | sujet de normalisation |
patents. | αντικείμενο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας | objet brevetable |
comp., MS | αντικείμενο υπηρεσίας καταλόγου Active Directory | objet Active Directory |
commun., IT | αντικείμενο υπό διαχείριση | objet de gestion |
commun., IT | αντικείμενο υπό διαχείριση | objet administré |
comp., MS | αντικείμενο χρήστη | objet utilisateur |
comp., MS | αντικείμενο χωρίς επίβλεψη κατάστασης | objet sans état |
met. | αντοχή εφελκυσμού του συστήματος στρώμα-αντικείμενο | résistance d'adhérence à la traction |
transp., avia. | απαγορευμένο αντικείμενο | article prohibé |
law | αποτελώ αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης | faire l'objet d'un enregistrement international |
fin. | αποτελώ αντικείμενο μεταφοράς | faire l'objet d'un virement |
law | αποτελώ αντικείμενο παραίτησης | faire l'objet d'une renonciation |
fin. | αποτελώ αντικείμενο πρόσκλησης καταβολής | faire objet d'un appel |
commun. | απωλεσθέν ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi manquant |
cultur. | αρχαιολογικό αντικείμενο | objet d'antiquité |
insur. | ασφαλισμένο αντικείμενο | objet assuré |
commun., IT | αφηρημένο αντικείμενο | objet abstrait |
IT, dat.proc. | βασικό αντικείμενο | objet de base |
IT, dat.proc. | βασικό αντικείμενο κατάστρωσης | objet de mise en page de base |
IT, dat.proc. | βασικό λογικό αντικείμενο | objet logique de base |
comp., MS | βοηθητικό αντικείμενο προγράμματος περιήγησης | objet application d'assistance du navigateur |
IT | γλώσσα προγραμματισμού βασιζόμενη στο αντικείμενο | langage de programmation à objets |
IT, dat.proc. | γλώσσα προσανατολισμένη στο αντικείμενο | langage à objets |
IT, dat.proc. | γλώσσα προσανατολισμένη στο αντικείμενο | langage orienté objets |
IT, dat.proc. | γλώσσα προσανατολισμένη στο αντικείμενο | langage de type objets |
comp., MS | γονικό αντικείμενο | objet parent |
law | δίκη με αντικείμενο την αναγνώριση της προσωπικής καταστάσεως φυσικών προσώπων | procédure en constatation d'état |
law | δίκη με αντικείμενο την παροχή διατροφής | procédure en prestation d'aliments |
fin. | δαπάνη που αποτελεί το αντικείμενο ανάληψης | dépense engagée |
commer., polit. | Διαμεσολάβηση με αντικείμενο τα όπλα | courtage en armements |
commer., polit. | διαμεσολαβητής με αντικείμενο όπλα | courtier en armements |
commer., polit. | διαμεσολαβητής με αντικείμενο όπλα | courtier |
life.sc., transp. | διαστημικό αντικείμενο | objet spatial |
commun. | διασυνοριακό ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi transfrontalier |
law | διαφορά συναφής με το αντικείμενο της Συνθήκης | différend en connexité avec l'objet du traité |
health., environ. | διεθνές πρόγραμμα με αντικείμενο τις συνέπειες που είχε για την υγεία το ατύχημα του Τσερνομπίλ | programme international sur les effets de l'accident de Tchernobyl sur la santé |
IT, geogr. | διευθυνσιοδοτήσιμο αντικείμενο | objet adressable |
polit., law | διευκρινίζω τα σημεία τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς | clarifier les points litigieux entre les parties |
mater.sc., industr., construct. | δοκιμή κάμψεως σε αντικείμενο με οδόντωση | essai de flexion avec craquelure amorcée |
IT | δομή προσανατολισμένη προς το αντικείμενο | structure orientée objet |
IT | δομικό αντικείμενο | objet structuré |
IT | εικονικό αντικείμενο | objet virtuel |
comp., MS | εικονικό αντικείμενο | objet fictif |
fin. | εισαγωγή που αποτελεί αντικείμενο επιδότησης | importation qui fait l'objet de subventions |
fin. | εισαγωγή που αποτελεί αντικείμενο επιδότησης | importation faisant l'objet de subventions |
fin. | εισαγωγή που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ | importation qui fait l'objet d'un dumping |
chem. | εκρηκτικό αντικείμενο | objet explosible |
gen. | εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο | projectile |
gen. | εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο εσωτερικής προελεύσεως | projectile d'origine interne |
environ. | εκτυφλωτικό αντικείμενο | objet aveuglant |
commun. | ελαφρύ αντικείμενο | envoi léger |
transp. | εμφανές αντικείμενο | amer remarquable |
comp., MS | ενεργό αντικείμενο | objet actif |
comp., MS | ενσωματωμένο αντικείμενο | objet incorporé |
comp., MS | ενσωματωμένο αντικείμενο | objet inséré |
law, agric. | οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιούνται ενώπιον των πολιτικών ή ποινικών δικαστηρίων, σε δίκες που έχουν αντικείμενο τη μη τήρηση της κτηνιατρικής νομοθεσίας | les informations peuvent être utilisées dans le cadre d'actions judiciaires ou de poursuites engagées par la suite pour non respect de la réglementation vétérinaire |
fin. | επένδυση που δεν μπορεί να αποτελέσει εύκολα αντικείμενο διαπραγμάτευσης | investissement non aisément négociable |
transp. | επανακτώμενο αντικείμενο | élément récupérable |
IT | επιμέρους αντικείμενο του μέσου | objet média individuel |
econ., market. | επινόηση ικανή να αποτελέσει αντικείμενο βιομηχανικής εφαρμογής | activité inventive susceptible d'application industrielle |
energ.ind. | επιτροπή εμπειρογνωμόνων με αντικείμενο τη διαμετακόμιση φυσικού αερίου μέσω δικτύων | comité d'experts en matière de transit du gaz naturel sur les grands réseaux |
energ.ind. | επιτροπή εμπειρογνωμόνων με αντικείμενο τη διαμετακόμιση φυσικού αερίου μέσω δικτύων | Comité d'experts en matière de transit de gaz naturel sur les grands réseaux |
industr., construct. | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία με αντικείμενο την ποιότητα | initiative européenne de qualité |
transp., avia. | ζημιά από εξωτερικό αντικείμενο | objets et débris étrangers |
law | η αίτηση του κοινοτικού σήματος ως αντικείμενο κυριότητας | demande de marque communautaire comme objet de propriété |
polit. | θέματα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσης συνθήκης | les matières qui font l'objet du présent Traité |
comp., MS | θυγατρικό αντικείμενο | objet enfant |
fin. | ιδιωτική σύμβαση με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα | contrat de droit privé portant sur des instruments financiers |
fin. | κάθε είσπραξη θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο κοινοποίησης στον διατάκτη | tout encaissement doit faire l'objet d'une notification à l'ordonnateur |
market. | κανονισμός...για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ... | règlement...relatif à la défense contre les importations qui font l'objet d'un dumping... |
gen. | Κατάλογος των θεμάτων που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο δημόσιας συζήτησης κατά τις συνόδους του Συμβουλίου | liste des questions qui pourraient faire l'objet d'un débat public lors des sessions du Conseil |
commun. | κατεπείγον ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi par exprès |
fin., econ. | κινητές αξίες εισηγμένες σε χρηματιστήριο; κινητές αξίες που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης | valeurs mobilières cotées en bourse |
industr., construct. | κοίλο αντικείμενο | pièce creuse |
industr., construct. | κοίλο αντικείμενο | corps creux |
health., food.ind. | κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για αναλύσεις και δοκιμασίες που έχουν ως αντικείμενο το γάλα και τα προϊόντα του γάλακτος | laboratoire communautaire de référence pour l'analyse et le test du lait et des produits à base de lait |
law | κοινωνικό αντικείμενο | objet social |
patents. | κρίνω αίτηση που έχει το ίδιο το αυτό αντικείμενο και την ίδια την αυτή αιτία | trancher une demande ayant le même objet et la même cause |
gen. | κύριο αντικείμενο | objet principal |
el. | κύριο αντικείμενο συναρμολόγησης | unité collective d'installation |
el. | κύριο αντικείμενο τεχνικής εκμετάλλευσης | unité collective d'exploitation |
law | κύριο αντικείμενο της αγωγής | objet de la demande |
law | κύριο αντικείμενο της συγκέντρωσης | objet principal de l'opération de concentration |
IT | μεγάλο δυαδικό αντικείμενο | grand objet binaire |
industr. | μεμονωμένο καιόμενο αντικείμενο | objet isolé en feu |
forestr. | μεταλλικό αντικείμενο | élément métallique |
market. | μεταχειρισμένο αντικείμενο | bien d'occasion |
transp., mater.sc. | μη αξιοποιήσιμο αντικείμενο | article non-récupérable |
commun. | μη διευθυνσιοδοτημένο αντικείμενο | envoi non adressé |
law, social.sc. | μορφές εγκληματικότητας που θίγουν ένα κοινό συμφέρον το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικής της Ένωσης | formes de criminalité qui portent atteinte à un intérêt commun qui fait l'objet d'une politique de l'Union |
comp., MS | μόνιμο αντικείμενο | objet persistant |
law, priv.int.law. | νομική πράξη με αντικείμενο το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο | instrument relatif au droit applicable en matière de divorce |
law, priv.int.law. | νομική πράξη με αντικείμενο το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο | instrument Rome III |
polit. | νομοθετικό αντικείμενο | objectif législatif |
fin., econ. | νόμισμα που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις επίσημες αγορές συναλλάγματος | monnaie cotée sur les marchés officiels de change |
transp., polit. | ογκώδες αντικείμενο | objet de masse |
fin., polit. | οι πίνακες των δασμολογικών κλάσεων αποτελούν αντικείμενο του παραρτήματος Ι | les listes de positions tarifaires font l'objet de l'annexe I |
fin. | οι πιστώσεις αποτελούν αντικείμενο αυτόματης μεταφοράς | faire l'objet d'un report de droit |
met. | οικιακό αντικείμενο | article de ménage |
market. | πιθανό αντικείμενο ενοποιημένης παρουσίας/franchise | activité franchisable |
law | πιθανό αντικείμενο συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise | domaine franchisable |
law | πιθανό αντικείμενο συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise | opération franchisable |
law | πιθανό αντικείμενο συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise | activité franchisable |
el. | πλήρως φωτιζόμενο αντικείμενο | objet qui reçoit l'éclairement maximal |
gen. | πλαίσιο προσπέλασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contrôle d'accès à un objet de sécurité dépendant du contexte |
gen. | πλαίσιο προσπέλασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contexte d'accès à un objet de sécurité |
gen. | πλαίσιο πρόσβασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contrôle d'accès à un objet de sécurité dépendant du contexte |
gen. | πλαίσιο πρόσβασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contexte d'accès à un objet de sécurité |
IT | πολυγλωσσικό ευφυές αντικείμενο | objet intelligent multilingue |
IT | πολυγλωσσικό νοήμον αντικείμενο | objet intelligent multilingue |
crim.law. | αντικείμενο που έχει κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί; κλαπέν, υπεξαιρεθέν ή απωλεσθέν αντικείμενο | volé, détourné ou égaré |
gen. | Πράσινη Βίβλος με αντικείμενο την καινοτομία | Livre vert sur l'innovation |
industr., construct., met. | πρεσσαριστό αντικείμενο | verre pressé |
industr., construct., met. | πρεσσαριστό αντικείμενο | moulure! |
IT, dat.proc. | προγραμματισμός προσανατολισμένος στο αντικείμενο | programmation orientée vers les objets |
IT, dat.proc. | προγραμματισμός προσανατολισμένος στο αντικείμενο | programmation par objets |
IT, dat.proc. | προγραμματισμός προσανατολισμένος στο αντικείμενο | programmation orientée objets |
law | προσαρμογή δικαστικών αποφάσεων με αντικείμενο υποχρέωση διατροφής | adaptation des jugements rendus en matière d'obligations alimentaires |
IT | προστατευμένο αντικείμενο | objet protégé |
commun. | προστατευόμενο ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi réservé |
comp., MS | προσωρινό αντικείμενο | fichier bribes |
interntl.trade. | προϊόν που φέρει εμπορικό σήμα και αποτελεί αντικείμενο παραποίησης ή απομίμησης | marchandises de marque contrefaites |
market. | προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο εμπορίου | produit échangé |
commer. | προïόν με εμπορικό σήμα που αποτελεί αντικείμενο παραποίησης ή απομίμησης | marchandise de marque contrefaite |
health. | πρόγραμμα δράσης με αντικείμενο τις ασθένειες που συνδέονται με τη ρύπανση | programme d'action sur les maladies liées à la pollution |
el. | πρόσβαση στο δίκτυο,αντικείμενο διαπραγματεύσεων | accès négocié au réseau |
chem. | πυροτεχνικό αντικείμενο | objet pyrotechnique |
chem. | πυροτεχνικό αντικείμενο | article pyrotechnique |
chem. | πυροτεχνικό αντικείμενο | article de pyrotechnie |
law | σημείο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς | point litigieux |
law | στέρηση μιας συνθήκης από το αντικείμενό της | priver un traité de son objet |
law, insur. | συλλογική σύμβαση με αντικείμενο την Κοινωνική Ασφάλιση | convention sociale |
law, insur. | συλλογική σύμβαση με αντικείμενο την Κοινωνική Ασφάλιση | convention collective de sécurité sociale |
PR | συλλογική σύμβαση με αντικείμενο τις αποδοχές | convention collective des salaires |
PR | συλλογική σύμβαση με αντικείμενο τις αποδοχές | convention collective sur les salaires |
PR | συλλογική σύμβαση με αντικείμενο τις αποδοχές | convention collective de salaires |
PR | συλλογική σύμβαση με αντικείμενο τις αποδοχές | convention tarifaire |
PR | συλλογική σύμβαση με αντικείμενο τις αποδοχές | convention collective |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρουζ χωρών μη μελών της ΕΚ | Comité consultatif pour la défense contre les importations qui font l'objet de subventions de la part de pays non membres de la CE |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της ΕΚ | Comité consultatif pour la défense contre les importations qui font l'objet d'un dumping de la part de pays non membres de la CE |
fin. | συμβουλευτική επιτροπή για την προστασία από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων | Comité consultatif relatif à la défense contre les importations qui font l'objet de dumping ou de subventions |
commer., polit., econ. | Συμβουλευτική Επιτροπή περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων | Comité consultatif pour la défense contre les importations qui font l'objet de "dumping" ou de subventions |
met. | συμπιεσμένο αντικείμενο | pastille |
met. | συμπιεσμένο αντικείμενο | comprimé |
R&D., nucl.phys. | Συμφωνία για τη διεθνή έρευνα με αντικείμενο τις επιπτώσεις του ατυχήματος του πυρηνικού σταθμού του Τσερνομπίλ η οποία θα διεξαχθεί στο ερευνητικό κέντρο "Pripyat" | Accord relatif aux recherches internationales sur les conséquences de l'accident survenu à la centrale nucléaire de Tchernobyl qui seront effectuées au centre scientifique "Pripiat" |
gen. | συμφωνία με αντικείμενο την πυρηνική συνεργασία για ειρηνικές χρήσεις | accord sur la coopération nucléaire pacifique |
gen. | συμφωνία με αντικείμενο την πυρηνική συνεργασία για ειρηνικές χρήσεις | accord de coopération nucléaire pacifique |
nat.sc. | συνάρτηση που αποτελεί το αντικείμενο αριστοποίησης | fonction économique |
nat.sc. | συνάρτηση που αποτελεί το αντικείμενο αριστοποίησης | fonction objective |
nat.sc. | συνάρτηση που αποτελεί το αντικείμενο αριστοποίησης | fonction d'objectif |
environ. | συναλλαγές με αντικείμενο τη μείωση των εκπομπών | mise en réserve de crédits pour la réduction des émissions |
fin. | συναλλαγή που αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικής διαπραγμάτευσης | transaction négociée en privé |
comp., MS | συνδεδεμένο αντικείμενο | objet lié |
commun., IT | συντεταγμένες με κέντρο το αντικείμενο | coordonnées objet |
commun. | συστημένο ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi recommandé |
nat.sc. | σχέδιο PAGIS με αντικείμενο την αξιολόγηση των επιδόσεων της οριστικής αποθήκευσης σε γεωλογικούς σχηματισμούς | projet PAGIS sur l'évaluation des performances de stockage géologique définitif |
law | σύμβαση δανείου που έχει ως αντικείμενο τη χρηματοδότηση της πωλήσεως κινητών | contrat de prêt destiné à financer la vente de biens mobiliers corporels |
proced.law. | σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών | contrat de fourniture de services |
proced.law. | σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών | contrat ayant pour objet la fourniture de services |
law | Σύμβαση της 27ης Οκτωβρίου 1956 μεταξύ Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου,Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Γαλλικής Δημοκρατίας με αντικείμενο τη διευθέτηση του ρου του ποταμού Moselle | Convention du 27 octobre 1956 entre le Grand-duché du Luxembourg,la République fédérale d'Allemagne et la République française au sujet de la canalisation de la Moselle |
commun. | σύνηθες ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi ordinaire |
IT, dat.proc. | σύνθετο αντικείμενο | objet composite |
IT, dat.proc. | σύνθετο αντικείμενο | composant composite |
comp., MS | σύνθετο αντικείμενο | objet complexe |
IT, dat.proc. | σύνθετο αντικείμενο κατάστρωσης | objet de mise en page composite |
IT, dat.proc. | σύνθετο λογικό αντικείμενο | objet logique composite |
IT, dat.proc. | σύνθετο λογικό αντικείμενο | objet composé logique |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | titre non coté officiellement |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | titre non coté |
fin., econ. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής; τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης διαπραγμάτευσης | titres non cotés officiellement |
fin., econ. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο | titres négociés en bourse |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο | titre négocié en bourse |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | titre inscrit à la cote |
fin. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής | titre coté officiellement |
fin., econ. | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής; τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης διαπραγμάτευσης | titres cotés officiellement |
commun. | ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi postal |
commun. | ταχυδρομικό αντικείμενο | objet postal |
commun. | ταχυδρομικό αντικείμενο δεδηλωμένης αξίας | envoi avec valeur déclarée |
commun. | ταχυδρομικό αντικείμενο ειδικής επισήμανσης | envois signalés |
commun. | ταχυδρομικό αντικείμενο εκτός σάκκου | envoi hors sac |
commun. | ταχυδρομικό αντικείμενο προς κοστολόγηση | porteur de frais |
commun. | ταχυδρομικό αντικείμενο "πόστ-ρεστάντ" | envoi poste restante |
commun. | ταχυδρομικό αντικείμενο υψηλής αξίας | envoi de valeur |
chem. | τελικό αντικείμενο | article fini |
environ., mech.eng. | τεχνητό αντικείμενο | objet artificiel |
nat.sc. | τεχνολογία που αποτελεί το αντικείμενο της κοινοπραξίας | technologie mise en commun |
law | το αντικείμενο της αγωγής | fond de l'action |
comp., MS | Το αντικείμενό μου | objet My |
patents. | το κοινοτικό σήμα μπορεί να γίνει αντικείμενο παραίτησης | la marque peut faire l'objet d'une renonciation |
patents. | το κοινοτικό σήμα ως αντικείμενο κυριότητας | la marque communautaire en tant qu'objet de propriété |
gen. | τοπικές συνέπειες από εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο | effets locaux d'un projectile |
IT | τριδιάστατο αντικείμενο | objet à trois dimensions |
commun. | τυποποιημένο ταχυδρομικό αντικείμενο | envoi normalisé |
law | υποθέσεις έχουσες το ίδιο αντικείμενο, εγείρουσες το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεως | affaires ayant le même objet,soulevant la même question d'interprétation ou mettant en cause la validité du même acte |
polit., law | υπόθεση που αφορά το ίδιο αντικείμενο | affaires portant sur le même objet |
nat.sc. | φυσίγγιο που φέρει το προς εξέταση αντικείμενο | cartouche porte-objets |
earth.sc., life.sc. | φωτοερμηνευτικό κλειδί ανά αντικείμενο | clé d'interprétation par objet |
earth.sc., life.sc. | φωτοερμηνευτικό κλειδί σχετικό μ'ένα αντικείμενο | clé d'interprétation relative à un sujet |
commun. | χρέωση ανά αντικείμενο | taxation par envoi |
commun. | χρέωση ταχυδρομικού τέλους για το αντικείμενο σύμφωνα με τα εσωτερικά τιμολόγια | frapper l'envoi des taxes intérieures |
fin. | χρεωστικός τίτλος που αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσης στην αγορά | titre de créance négociable sur le marché des capitaux |
commer., polit. | όλες οι συμφωνίες ... που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού | tous accords ... qui ont ... pour effet d'empêcher, de restreindre ou de fausser le jeu de la concurrence |
gen. | όροι που θα αποτελέσουν αντικείμενο κανονισμών εφαρμογής | conditions qui feront l'objet de règlements |