DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing προσφορά | all forms
GreekFrench
ανταγωνιστική δημόσια προσφοράoffre publique concurrente
ανταγωνιστική προσφοράoffre concurrente
δημόσια προσφορά εξαγοράς; δημόσια προσφορά για την απόκτηση τίτλωνoffre publique d'acquisition
δημόσια προσφορά εξαγοράς; δημόσια προσφορά για την απόκτηση τίτλωνoffre publique d'achat
δημόσια προσφορά εξαγοράς μετοχώνoffre publique d'achat
εθελοντική προσφορά κοινωνικής εργασίαςbénévolat
ενέργειες ικανές να ματαιώσουν την προσφοράaction susceptible de faire échouer l'offre
μεικτή δημόσια προσφοράoffre publique mixte
προσφορά δωρεάν διακοπώνoffrir des vacances gratuites
προσφορά ενέργειαςoffre énergétique
προσφορά εργασίαςoffre de main-d'œuvre
προσφορά εργασίαςoffre d'emploi
προσφορά εργατικού δυναμικούoffre de main-d'œuvre
προσφορά και ζήτησηoffre et demande
προσφορά κινητών αξιών στο κοινόoffre publique de valeurs mobilières
προσφορά πρόσβασης στην αγοράoffre d'accès au marché
προσφορά τουριστικών υπηρεσιών με βάση ένα θεματικό γεωγραφικό άξοναoffre touristique à partir d'axes géographiques thématiques
προσφορά χρήματοςmonnaie en circulation
προσφορά χρήματοςoffre de monnaie
προσφορά χρήματοςdisponibilité monétaire
προσφορά χρήματοςstock monétaire
προσφορά χρήματοςmasse monétaire
συντονισμένη πειθαρχία όσον αφορά την προσφοράdiscipline concertée de l'offre
τουριστική προσφοράoffre touristique