Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Terms
for subject
Finances
containing
μείωση
|
all forms
Greek
French
έγγραφο στρατηγικής για τη
μείωση
της φτώχειας
document de stratégie de réduction de la pauvreté
έγγραφο στρατηγικής για τη
μείωση
της φτώχειας
cadre stratégique de lutte contre la pauvreté
έκτακτη
μείωση
της αξίας
dépréciation extraordinaire
έκτακτη
μείωση
της αξίας
système d'amortissements accélérés
έκτακτη
μείωση
της αξίας
amortissement extraordinaire
αναβάλλω τη
μείωση
ή την ύψωση των δασμών
différer l'abaissement ou le relèvement des droits
γενική,ομοιόμορφη
μείωση
réduction générale
γραμμική
μείωση
πιστώσεων
réduction linéaire des crédits
εξωγενής
μείωση
των τιμών
réduction exogène des tarifs douaniers
επιπλέον δαπάνη ή
μείωση
δαπάνης
dépense en plus ou en moins
ετήσια
μείωση
φόρου σε περίπτωση δωρεάς
réduction annuelle d'impôt accordée en cas de donation
η
μείωση
του συνόλου των δασμών που αναφέρονται στό άρθρο 14
l'abaissement de l'ensemble des droits visés à l'article l4
η
μείωση
των δασμών ορισμένων κλάσεων του δασμολογίου
l'abaissement des droits de certaines positions du tarif douanier
η
μείωση
των εμποδίων στις συναλλαγές
la réduction des entraves aux échanges
η προσωρινή
μείωση
κατά 10%
la réduction temporaire de 10 %
η πρώτη
μείωση
πραγματοποιείται
la première réduction est effectuée
κατ'αποκοπή
μείωση
abattement forfaitaire
λανθάνουσα
μείωση
τιμής
moins value latente
μέτρα για τη
μείωση
των αποθεμάτων
mesure de déstockage
μείωση
αποτίμησης
valorisation minorée
μείωση
επί της τιμής βάσεως
réduction sur un prix de base
μείωση
επιτοκίων
réduction sur les taux d'intérêts
μείωση
κεφαλαίου
réduction de capital
μείωση
κεφαλαίου
diminution de capital
μείωση
πιστωτικού κινδύνου
atténuation du risque de crédit
μείωση
σε φθίνουσα τάξη
dégressivité
μείωση
τελών
exemption d'impôts locaux
μείωση
της αξίας του νομίσματος
dépréciation monétaire
μείωση
της αξίας των αποθεμάτων
dépréciation financière des stocks
μείωση
της αξίας των αποθεμάτων βουτύρου
dépréciation des stocks de beurre
μείωση
της ενίσχυσης
abattement de l'aide
μείωση
της προσφοράς πιστώσεων
raréfaction du crédit
μείωση
της προσφοράς πιστώσεων
pénurie de crédit
μείωση
της προσφοράς πιστώσεων
crise du crédit
μείωση
τιμών
diminution de prix
μείωση
τιμών
baisse des prix
μείωση
του κινδύνου η οποία προκύπτει από τη διαφοροποίηση επενδύσεων
diminution du risque résultant d'une diversification
μείωση
του ποσού αντικαταβολής
dégrèvement du montant du remboursement
μείωση
του συνόλου των δασμών
abaissement de l'ensemble des droits
μείωση
των αποθεμάτων
démantèlement des stocks
μείωση
των αποθεματικών
déstockage
μείωση
των δασμών που εφαρμόζεται erga omnes
réduction tarifaire appliquée erga omnes
μείωση
των εισαγωγικών δασμών
réduction des droits à l'importation
μείωση
των εμποδίων στις συναλλαγές
réduction des entraves aux échanges
μείωση
των πωλήσεων
réduction des ventes déclarées
μείωση
των τιμών
repli des prix
μείωση
των τιμών
baisse des prix
μείωση
φορολογίας για ηλικιωμένα άτομα
abattement pour personnes âgées
οι δασμοί ελαττώνονται σε κάθε
μείωση
κατά 10%
les droits sont abaissés de 10% à chaque palier de réduction
που αποβλέπουν στη
μείωση
των δασμών κάτω από το γενικό επίπεδο
visant à la réduction des droits de douane audessous du niveau général
πρόγραμμα για τη
μείωση
των αποθεμάτων
programme de déstockage
πρόγραμμα για τη
μείωση
των αποθεμάτων
effort de déstockage
συμφωνία για τη
μείωση
των τιμών
accord de baisse des prix
σύμπτυξη των περιθωρίων διακύμανσης;
μείωση
των περιθωρίων διακύμανσης
rétrécissement des marges de fluctuation
Get short URL