DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing μείωση | all forms
GreekFrench
επιτρεπόμενη μείωση του μανομετρικού ύψους λόγω σπηλαίωσηςlimite de cavitation admissible
επιτρεπόμενη μείωση του μανομετρικού ύψους λόγω σπηλαίωσηςdegré de cavitation admissible
μείωση άντωσηςdiminution de sustentation
μείωση άντωσηςdiminution de portance
μείωση αντίστασηςdiminution de traînée
μείωση βαρώνdiminution de poids
μείωση διαμέτρου πτερωτήςrognage de roue
μείωση δυναμικής άνωσηςdiminution de sustentation
μείωση δυναμικής άνωσηςdiminution de portance
μείωση ενέργειαςperte d'énergie
μείωση ενέργειαςdégradation
μείωση επιφάνειας λόγω πτερυγίωνréduction de section due aux aubes
μείωση θερμοκρασίας πήξηςabaissement du point de congélation
μείωση οπισθέλκουσαςdiminution de traînée
μείωση πίεσηςdiminution de pression
μείωση της ικανότητας απορροής θαλάσσιου βραχίοναréduire la capacité d'écoulement d'un bras de mer
μείωση της χαρακτηριστικής καμπύλης λόγω σπηλαίωσηςeffondrement des caractéristiques
μείωση της χαρακτηριστικής καμπύλης λόγω σπηλαίωσηςchute des caractéristiques
μείωση του θορύβου στο εσωτερικό των αεροσκαφώνréduction du bruit intérieur des aéronefs
μείωση του λόγου φέρουσας προς θόρυβοdégradation du rapport porteuse/bruit
μετατροπέας για μείωση συχνότηταςtransposeur de fréquence abaisseur