Subject | Greek | French |
fin. | έγγραφο στρατηγικής για τη μείωση της φτώχειας | document de stratégie de réduction de la pauvreté |
fin. | έγγραφο στρατηγικής για τη μείωση της φτώχειας | cadre stratégique de lutte contre la pauvreté |
fin., tax. | έκτακτη μείωση της αξίας | système d'amortissements accélérés |
fin., tax. | έκτακτη μείωση της αξίας | dépréciation extraordinaire |
fin., tax. | έκτακτη μείωση της αξίας | amortissement extraordinaire |
med. | έντονη μείωση της ικανότητας βαδίσματος | diminution prononcée de l'aptitude à la marche |
account. | ακύρωση/μείωση επισφαλών χρεών | réduction de créances |
account. | ακύρωση/μείωση χρέους | réduction de dettes |
gen. | αμοιβαία και ισόρροπη μείωση δυνάμεων | réduction mutuelle équilibrée des forces |
gen. | αμοιβαία και ισόρροπη μείωση δυνάμεων | réduction mutuelle et équilibrée des forces |
gen. | αμοιβαία μείωση των δυνάμεων | réduction mutuelle des forces |
interntl.trade., agric. | ανάληψη υποχρέωσης για μείωση της ποσότητας των εξαγωγών | engagement de réduction des quantités exportées |
fin., polit. | αναβάλλω τη μείωση ή την ύψωση των δασμών | différer l'abaissement ou le relèvement des droits |
med. | αναιμία από μείωση επιβίωσης ερυθρών | anémie hémo-cathérétique |
health. | ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του | immunité de surinfection |
health. | ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του | prémunition |
health. | ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του | immunité d'infection |
el. | αντιληπτή μείωση ποιότητας | réduction perceptible de la qualité |
agric. | αποζημίωση για τη μείωση των μεμεονωμένων ποσοτήτων αναφοράς | indemnité à la réduction des quantités individuelles de référence |
avia., energ.ind. | αποκανονικοποίηση; αποκανονιστικοποίηση' μείωση του ρυθμιστικού παρεμβατισμού; απονομικοποίηση | dérégulation |
avia., energ.ind. | αποκανονικοποίηση; αποκανονιστικοποίηση' μείωση του ρυθμιστικού παρεμβατισμού; απονομικοποίηση | déréglementation |
environ. | Απόβλητα από την πλύση, τον καθαρισμό και τη μηχανική μείωση της πρώτης ύλης | déchets provenant du lavage, du nettoyage et de la réduction mécanique des matières premières |
environ., chem. | απότομη μείωση του pH | chute du pH |
environ. | Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 | Décision n° 406/2009/CE relative à l'effort à fournir par les États membres pour réduire leurs émissions de gaz à effet de serre afin de respecter les engagements de la Communauté en matière de réduction de ces émissions jusqu'en 2020 |
environ. | Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 | décision relative à la répartition de l'effort |
environ. | Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 | décision relative au partage de l'effort |
environ. | Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 | décision de répartition de l'effort |
law | αυτεπάγγελτη μείωση του ζητούμενου ποσού | réduction d'office du montant demandé |
fin. | γενική,ομοιόμορφη μείωση | réduction générale |
fin., agric. | γραμμική μείωση πιστώσεων | réduction linéaire des crédits |
environ., UN | Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τη μείωση του κινδύνου καταστροφών | Secrétariat interinstitutions de la Stratégie internationale de prévention des catastrophes |
environ., UN | Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τη μείωση του κινδύνου καταστροφών | Bureau des Nations Unies pour la Réduction des Risques de Catastrophes |
econ. | δασμολογική μείωση | réduction tarifaire |
interntl.trade. | δασμολογική μείωση και παγιοποίηση | abaissement et consolidation des droits de douane |
interntl.trade., tax. | δασμολογικός αφοπλισμός; αναγκαστική μείωση τιμών' κατάργηση επιζήμιων μέτρων | "rollback" |
UN | δεκαετία για τη μείωση των καταστροφών | décennie pour la réduction des catastrophes |
gen. | Δεύτερο πρωτόκολλο για την τροποποίηση της Σύμβασης για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας | Deuxième Protocole portant modification à la Convention sur la réduction des cas de pluralité de nationalités et sur les obligations militaires en cas de pluralité de nationalités |
mun.plan., transp. | διάτρητο έλασμα για τη μείωση της ορμής του νερού | brise-flot |
gen. | διαπραγματεύσεις για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | négociations sur la réduction des armes stratégiques |
gen. | Διαπραγματεύσεις για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | pourparlers sur la réduction des armes stratégiques |
gen. | διαπραγματεύσεις για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | pourparlers sur la réduction des armes stratégiques |
gen. | Διαπραγματεύσεις για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | négociations sur la réduction des armes stratégiques |
polit. | διαπραγματεύσεις για τη μείωση των συμβατικών ενόπλων δυνάμεων στην Ευρώπη | Forces classiques en Europe |
polit. | διαπραγματεύσεις για τη μείωση των συμβατικών ενόπλων δυνάμεων στην Ευρώπη | Forces conventionnelles en Europe |
polit. | διαπραγματεύσεις για τη μείωση των συμβατικών ενόπλων δυνάμεων στην Ευρώπη | négociations sur la réduction des forces armées conventionnelles en Europe |
polit. | διαπραγματεύσεις για τη μείωση των συμβατικών ενόπλων δυνάμεων στην Ευρώπη | Armements conventionnels en Europe |
environ., UN | Διεθνής δεκαετία για τη μείωση των φυσικών αταστροφών | Décennie internationale de la prévention des catastrophes naturelles |
environ., UN | Διεθνής Ημέρα για τη Μείωση των Φυσικών Καταστροφών | Journée internationale de la prévention des catastrophes naturelles |
environ., UN | Διεθνής στρατηγική για τη μείωση των φυσικών καταστροφών | stratégie internationale de prévention des catastrophes |
environ., UN | Διεθνής συνδιάσκεψη για συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για τη μείωση των φυσικών καταστροφών | Conférence internationale sur les systèmes d'alerte rapide pour la prévention des catastrophes naturelles |
environ., UN | Διεθνής συνδιάσκεψη για τη μείωση των φυσικών καταστροφών | Conférence mondiale sur la prévention des catastrophes naturelles |
health. | διφασική εκθετική μείωση | décroissance exponentielle biphasique |
med. | δυστυχήματα από βαρομετρική μείωση | accidents par dépression barométrique |
life.sc., environ. | εαρινή μείωση του όζοντος | diminution printanière d'ozone |
life.sc., environ. | εαρινή μείωση του όζοντος | diminution printanière |
life.sc., environ. | εαρινή μείωση του όζοντος | diminution au printemps |
life.sc., environ. | εαρινή μείωση του όζοντος | baisse de l'ozone en octobre |
life.sc., environ. | εαρινή μείωση του όζοντος | baisse d'octobre |
life.sc., environ. | εαρινή μείωση του όζοντος | appauvrissement printanier en ozone |
life.sc., environ. | εαρινή μείωση του όζοντος | appauvrissement printanier |
environ. | εγκατάσταση για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης | installation de réduction des émission polluantes |
environ. | εγκατάσταση για τη μείωση των εκπομπών ρύπων | installation de réduction des émission polluantes |
environ. | εκτεταμένη μείωση της βιολογικής ποικιλίας | forte réduction de la diversité biologique |
econ. | ενδεχόμενη μείωση του όγκου των ΕΤΔ που κυκλοφορούν | réduction éventuelle du volume des DTS en circulation |
environ., UN | εξακριβωμένη μείωση των εκπομπών | unité de réductions d'émissions vérifiées |
environ., UN | εξακριβωμένη μείωση των εκπομπών | réduction d'émissions vérifiée |
health., anim.husb. | εξουδετέρωση με μείωση πλακών | neutralisation par réduction des plages |
fin. | εξωγενής μείωση των τιμών | réduction exogène des tarifs douaniers |
fin. | επιπλέον δαπάνη ή μείωση δαπάνης | dépense en plus ou en moins |
earth.sc., mech.eng. | επιτρεπόμενη μείωση του μανομετρικού ύψους λόγω σπηλαίωσης | limite de cavitation admissible |
earth.sc., mech.eng. | επιτρεπόμενη μείωση του μανομετρικού ύψους λόγω σπηλαίωσης | degré de cavitation admissible |
environ. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο | Comité pour la mise en oeuvre de la directive concernant une réduction de la teneur en soufre de certains combustibles liquides |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την πρόληψη και τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από τον αμίαντο | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive concernant la prévention et la réduction de la pollution de l'environnement par l'amiante |
polit. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την πρόληψη και τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος λόγω αμιάντου | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive concernant la prévention et la réduction de la pollution de l'environnement par l'amiante |
health. | Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Γήρανση των Κυττάρων και Μείωση της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των Κυττάρων | Comité d'action concertée "Vieillissement cellulaire et réduction de la capacité fonctionnelle des organes |
health. | Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Γήρανση των Κυττάρων και Μείωση της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των Κυττάρων | Comité d'action concertée "Vieillissement cellulaire" |
fin. | ετήσια μείωση φόρου σε περίπτωση δωρεάς | réduction annuelle d'impôt accordée en cas de donation |
met. | η αύξηση της θερμοκρασιάς επαναφοράς προκαλεί μείωση της σκληρότητας | une élévation de la température de revenu entraîne une baisse de la dureté |
met. | η μείωση της διαλυτότητας του άνθρακα προκαλεί καθίζηση καρβιδίου | la diminution de la solubilité du carbone entraîne la précipitation de carbure |
fin. | η μείωση του συνόλου των δασμών που αναφέρονται στό άρθρο 14 | l'abaissement de l'ensemble des droits visés à l'article l4 |
fin. | η μείωση των δασμών ορισμένων κλάσεων του δασμολογίου | l'abaissement des droits de certaines positions du tarif douanier |
fin. | η μείωση των εμποδίων στις συναλλαγές | la réduction des entraves aux échanges |
fin. | η προσωρινή μείωση κατά 10% | la réduction temporaire de 10 % |
fin. | η πρώτη μείωση πραγματοποιείται | la première réduction est effectuée |
econ. | κατάλογος των αιτήσεων για μείωση των κρατικών παρεμβάσεων | liste de demandes de déréglementation |
gen. | κατ'αποκοπή γραμμική μείωση | baisse forfaitaire linéaire |
fin., econ. | κατ'αποκοπή μείωση | abattement forfaitaire |
IT, environ. | Κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προξενεί η απόρριψη υδρογονανθράκων στη θάλασσα | Système communautaire d'information pour le contrôle et la réduction de la pollution causée par le déversement d'hydrocarbures en mer |
agric. | κόστος από τη μείωση της αξίας | coût de dépréciation |
IT, el. | κύκλωμα βίντεο για τη μείωση του θορύβου | circuit d'atténuation de bruit vidéo |
industr. | κύκλωμα για τη μείωση των θορύβων | circuit d'atténuation du bruit |
IT, el. | κύκλωμα για τη μείωση των θορύβων του ήχου | circuit d'atténuation des bruits audio |
fin. | λανθάνουσα μείωση τιμής | moins value latente |
IT | λογαριθμική μείωση | décroissance logarithmique |
energ.ind. | μέση λογαριθμική μείωση της ενέργειας | paramètre de ralentissement |
energ.ind. | μέση λογαριθμική μείωση της ενέργειας | décrément logarithmique moyen de l'énergie |
environ. | μέτρα για τη μείωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε μόλυβδο ή άλλα ρυπαντικά υποκατάστατα | mesures pour réduire les concentrations dans l'air de plomb ou d'autres produits de substitution polluants |
fin., agric. | μέτρα για τη μείωση των αποθεμάτων | mesure de déstockage |
health. | μέτρα για την μείωση του κυκλοφοριακού θορύβου | mesures pour l'apaisement du trafic |
ecol. | μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών | URCE durable |
ecol. | μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών | RCE durable |
ecol. | μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών | unité de réduction certifiée et durable des émissions |
ecol. | μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών | réduction certifiée et durable des émissions |
earth.sc., transp. | μείωση άντωσης | diminution de sustentation |
earth.sc., transp. | μείωση άντωσης | diminution de portance |
gen. | μείωση ή κατάργηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας | réduction ou suppression du droit à pension d'ancienneté |
gen. | μείωση,αναστολή και ακύρωση της συνδρομής | réduction,suspension et suppression du concours |
earth.sc., transp. | μείωση αντίστασης | diminution de traînée |
med. | μείωση αντανακλαστικού | diminution d'un réflexe |
med. | μείωση αντανακλαστικού | affaiblissement d'un réflexe |
law | μείωση αξίας | détérioration |
comp., MS | μείωση αποθέματος | diminution d'inventaire |
el. | μείωση αποσύζευξης | baisse de découplage |
fin. | μείωση αποτίμησης | valorisation minorée |
el. | μείωση απόδοσης λόγω χωρητικού φορτίου στο συλλέκτη | réduction du rendement par l'effet de charge de capacité au collecteur |
earth.sc., transp. | μείωση βαρών | diminution de poids |
el. | μείωση διάρκειας ζωής | réducteur de durée de vie |
tech., industr., construct. | μείωση διαδρομής | course décroissante |
earth.sc., mech.eng. | μείωση διαμέτρου πτερωτής | rognage de roue |
stat. | μείωση διαστάσεων | réduction de dimension |
med. | μείωση διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα | hypocapnie (hypocapnia) |
earth.sc., transp. | μείωση δυναμικής άνωσης | diminution de sustentation |
earth.sc., transp. | μείωση δυναμικής άνωσης | diminution de portance |
environ. | μείωση της εκπομπής | réduction d'émission |
environ. | μείωση/ελάττωση | diminution |
el. | μείωση ελαστικότητας από τη συρματοποίηση | perte au commettage |
earth.sc. | μείωση ενέργειας | perte d'énergie |
earth.sc. | μείωση ενέργειας | dégradation |
gen. | μείωση ενεργητικού | diminution sur postes actifs |
fin. | μείωση επί της τιμής βάσεως | réduction sur un prix de base |
med. | μείωση επικυνδυνότητας | réduction des risques |
fin. | μείωση επιτοκίων | réduction sur les taux d'intérêts |
earth.sc., mech.eng. | μείωση επιφάνειας λόγω πτερυγίων | réduction de section due aux aubes |
med. | μείωση ερυθροποίιας | anérythropoïèse |
el. | μείωση ζωνικού εύρους | réduction de la largeur de bande |
life.sc. | μείωση θερμοκρασίας | abaissement de la température |
tech., mech.eng. | μείωση θερμοκρασίας | abaissement de température |
earth.sc., mech.eng. | μείωση θερμοκρασίας πήξης | abaissement du point de congélation |
el. | μείωση θορύβου dbx | système de réduction de bruit de fond dbx |
health. | μείωση θορύβου στην πηγή | contrôle du bruit à la source |
med. | μείωση ιικού φορτίου | réduction de charge virale |
el. | μείωση ισχύος | réduction de puissance |
el., construct. | μείωση ισχύος μιας υδροηλεκτρικής εγκατάστασης για υδραυλικούς λόγους | réduction de puissance électrique d'un aménagement hydro-électrique pour causes hydrauliques |
el. | μείωση κέρδους | chute du gain |
IT, dat.proc. | μείωση κατά μία μονάδα | décrément unitaire |
agric. | μείωση κατά την εισαγωγή | abattement du prélèvement à l'importation |
environ., agric. | μείωση καυσίμου ύλης | réduction de combustible |
fin., account. | μείωση κεφαλαίου | réduction de capital |
fin., account. | μείωση κεφαλαίου | diminution de capital |
insur. | μείωση κεφαλαίου αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου εντός ορισμένης χρονικής περιόδου | dette éventuelle |
environ. | μείωση του κόστους | réduction des coûts |
IT, el. | μείωση κόστους χωρίς υποβάθμιση ποιότητας | réduction des coûts de non-qualité |
comp., MS | μείωση μεγέθους | sous-échantillonner |
med. | μείωση μυϊκής ισχύος | diminution de la force musculaire |
el. | μείωση οδοντωτού τροχού | engrenage de réduction |
el. | μείωση ονομαστικού ρεύματος | réduction du courant d'utilisation |
el. | μείωση ονομαστικών τιμών για αυξημένη θερμοκρασία | réduction des caractéristiques en fonction de la température |
earth.sc., transp. | μείωση οπισθέλκουσας | diminution de traînée |
environ., agric. | μείωση ορατότητας | réduction de visibilité |
earth.sc., transp. | μείωση πίεσης | diminution de pression |
med. | μείωση παραγόντων πήξης αίματος | diminution des facteurs de coagulation |
el. | μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιού | réjection des canaux voisins |
el. | μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιού | sélectivité vis-à-vis de la voie adjacente |
el. | μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιού | sélectivité sur canal adjacent |
el. | μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιού | rejet dans un canal adjacent |
el. | μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιού | diminution du brouillage dans le canal adjacent |
el. | μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιού | atténuation des canaux voisins |
agric., mater.sc. | μείωση περιεκτικότητας οξυγόνου | abaissement du taux d'oxygène |
fin. | μείωση πιστωτικού κινδύνου | atténuation du risque de crédit |
el. | μείωση πλεονασμού | réduction des redondances |
el. | μείωση πλεονασμού | réduction de la redondance |
commun., IT | μείωση πλευρικών λοβών | réduction des rayonnements dans les lobes latéraux |
stat. | μείωση πληθυσμού | dépeuplement |
stat. | μείωση πληθυσμού | diminution de la population |
stat. | μείωση πληθυσμού | régression de population |
stat. | μείωση πληθυσμού | régression de la population |
stat. | μείωση πληθυσμού | décroissement de la population |
stat. | μείωση πληθυσμού | décroissance de la population |
social.sc. | μείωση πληθυσμού | dépopulation |
econ. | μείωση ποινής | allégement de peine |
med. | μείωση ποσοστού γεννήσεων | dénatalité |
gen. | μείωση πραγματοποιείται | une réduction est opérée |
law, lab.law. | μείωση προσωπικού | compression de personnel |
law, lab.law. | μείωση προσωπικού | compression du personnel |
law, lab.law. | μείωση προσωπικού | débauchage |
law, lab.law. | μείωση προσωπικού | chômage temporaire |
lab.law. | μείωση προσωπικού | économie de personnel |
lab.law. | μείωση προσωπικού | suppression de personnel |
law, lab.law. | μείωση προσωπικού | compression des effectifs |
law, lab.law. | μείωση προσωπικού | compression d'effectifs |
agric. | μείωση πυκνότητας γλεύκους | chute de la densité |
econ. | μείωση ρευστότητας | ponction de liquidité |
econ., fin. | μείωση ρευστότητας; στενότητα ρευστότητας | ponction sur les liquidités |
econ., fin. | μείωση ρευστότητας; στενότητα ρευστότητας | ponction des liquidités |
el. | μείωση ρυθμού δυαδικών ψηφίων | réduction du débit binaire |
fin. | μείωση σε φθίνουσα τάξη | dégressivité |
el. | μείωση στάθμης φέρουσας κατά τη διαμόρφωση | abaissement du niveau de la porteuse au cours de la modulation |
environ. | μείωση στην πηγή της ρύπανσης και των βλαβερών επιπτώσεων | réduction à la source des pollutions et nuisances |
el. | μείωση τάσης | abaissement de tension |
el. | μείωση ταχύτητας των δυαδικών ψηφίων | réduction du débit binaire |
fin. | μείωση τελών | exemption d'impôts locaux |
law, lab.law. | μείωση της ανεργίας | régression du chômage |
law, lab.law. | μείωση της ανεργίας | baisse du chômage |
econ., fin. | μείωση της αξίας του νομίσματος | dépréciation |
fin. | μείωση της αξίας του νομίσματος | dépréciation monétaire |
econ., fin. | μείωση της αξίας του νομίσματος | dévalorisation de la monnaie |
econ., fin. | μείωση της αξίας του νομίσματος | baisse du pouvoir d'achat de la monnaie |
forestr. | μείωση της αξίας του ξύλου | valeur du bois en déclin |
fin. | μείωση της αξίας των αποθεμάτων | dépréciation financière des stocks |
fin., food.ind. | μείωση της αξίας των αποθεμάτων βουτύρου | dépréciation des stocks de beurre |
law, econ. | μείωση της απόδοσης | diminution du rendement |
el. | μείωση της απόδοσης έγχυσης εκπομπού | réduction du rendement de l'injection d'émetteur |
gen. | μείωση της απόδοσης παραγωγής | baisse de rendement |
social.sc. | μείωση της βλάβης | réduction des risques sanitaires |
social.sc. | μείωση της βλάβης | réduction des risques |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | diminution du nombre d'heures de travail |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | réduction de la durée de travail |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | diminution des horaires |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | diminution des heures de travail |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | réduction de la durée du travail |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | réduction du temps de travail |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | réduction des horaires |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | réduction des heures de travail |
law, lab.law. | μείωση της διάρκειας εργασίας | diminution de la durée de travail |
law | μείωση της δυσανάλογης προς τα εισοδήματα χρηματικής κυρώσεως | réduction de la sanction pécuniaire disproportionnée par rapport aux revenus |
law, insur. | μείωση της εισφοράς | réduction de cotisation |
fin. | μείωση της ενίσχυσης | abattement de l'aide |
social.sc. | μείωση της ζήτησης | réduction de la demande |
econ. | μείωση της ζητήσεως | réduction de la demande |
earth.sc. | μείωση της ικανότητας απορροής θαλάσσιου βραχίονα | réduire la capacité d'écoulement d'un bras de mer |
insur., lab.law. | μείωση της ικανότητας βιοπορισμού | réduction de la capacité de gain |
health. | μείωση της ικανότητας εργασίας | diminution de la capacité de travail |
health. | μείωση της ικανότητας κρίσεως | capacité de jugement diminuée |
health. | μείωση της ικανότητας κρίσεως | capacité de jugement affaiblie |
econ. | μείωση της κάλυψης της περιφερειακής ενίσχυσης | réduction de la couverture des aides régionales |
law, fin. | μείωση της λογιστικής αξίας της συμμετοχής | dépréciation de la valeur comptable de la participation |
health. | μείωση της μυικής δύναμης | diminution de la force musculaire |
agric. | μείωση της οξύτητας | déverdissage |
agric. | μείωση της οξύτητας | désacidification |
agric. | μείωση της οξύτητας | déacidification |
nat.sc., agric. | μείωση της πίεσης πάνω στο έδαφος | diminution de la pression sur le sol |
econ., polit., agric. | μείωση της παραγωγής | baisse de la production |
econ., polit., agric. | μείωση της παραγωγής | réduction de la production |
econ. | μείωση της παραγωγής | réduction de production |
agric., health., anim.husb. | μείωση της παραγωγής του γάλακτος | diminution de la production de lait |
law, econ. | μείωση της παραγωγικότητας | diminution du rendement |
met. | μείωση της ποσότητας | minorations de tonnage |
law, fin. | μείωση της προοδευτικής ανόδου του φόρου | limitation de la progressivité de l'impôt |
social.sc. | μείωση της προσφοράς | réduction de l'offre |
fin. | μείωση της προσφοράς πιστώσεων | raréfaction du crédit |
fin. | μείωση της προσφοράς πιστώσεων | pénurie de crédit |
fin. | μείωση της προσφοράς πιστώσεων | crise du crédit |
agric. | μείωση της προσωρινής παύσης καλλιέργειας γαιών | baisse du taux de gel des terres |
phys.sc. | μείωση της ραδιενέργειας | décroissance d'activité |
phys.sc. | μείωση της ραδιενέργειας | décroissance radioactive |
phys.sc. | μείωση της ραδιενέργειας | diminution d'activité |
med. | μείωση της σκέψης | baisse de l'activité psychique |
el. | μείωση της συχνότητας | baisse de fréquence |
industr., construct., el. | μείωση της συχνότητας καθαρισμού | retardateur fréquence nettoyage |
met. | μείωση της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας | réduction des surcapacités |
social.sc. | μείωση της φτώχειας | réduction de la pauvreté |
social.sc. | μείωση της φτώχειας | lutte contre la pauvreté |
earth.sc., mech.eng. | μείωση της χαρακτηριστικής καμπύλης λόγω σπηλαίωσης | effondrement des caractéristiques |
earth.sc., mech.eng. | μείωση της χαρακτηριστικής καμπύλης λόγω σπηλαίωσης | chute des caractéristiques |
med. | μείωση της ωχρίνης του αίματος | hypolutéinémie |
agric. | μείωση τιμής | réfaction |
social.sc., transp. | μείωση τιμολογίου | réduction de tarif |
fin. | μείωση τιμών | diminution de prix |
fin. | μείωση τιμών | baisse des prix |
environ., chem. | μείωση του pH | diminution du pH |
environ., chem. | μείωση του pH | réduction du pH |
environ. | μείωση του των κινδύνου (κινδύνων) | réduction des risques |
environ., chem. | μείωση του pH | dépression du pH |
environ., chem. | μείωση του pH | baisse du pH |
environ., chem. | μείωση του pH | abaissement du pH |
demogr. | μείωση του αριθμού των γάμων | baisse de la nuptialité |
environ. | μείωση του αριθμού των ειδών | diminution du nombre d'espèces |
law, econ. | μείωση του αριθμού των εργαζομένων | diminution des effectifs |
law, econ. | μείωση του αριθμού των εργαζομένων | diminution du personnel |
law, econ. | μείωση του αριθμού των εργαζομένων | diminution de personnel |
law, econ. | μείωση του αριθμού των εργαζομένων | diminution d'effectifs |
environ. | μείωση του πληθυσμού του είδους των ειδών | appauvrissement des espèces |
environ. | μείωση του πληθυσμού του είδους | appauvrissement des espèces |
econ., fin. | μείωση του εμπορικού δυναμικού | réduction de la capacité commerciale |
econ. | μείωση του επιπέδου ζωής | abaissement du niveau de vie |
law, market. | μείωση του εταιρικού κεφαλαίου | réduction du capital social |
med. | μείωση του ζωικού πληθυσμού | réduction de cheptel |
med. | μείωση του ζωικού πληθυσμού | diminution de l'effectif |
environ. | μείωση του θορύβου | atténuation de bruit |
environ. | μείωση του θορύβου | amortissement du son |
environ. | μείωση του θορύβου | réduction du bruit |
earth.sc. | μείωση του θορύβου στο εσωτερικό των αεροσκαφών | réduction du bruit intérieur des aéronefs |
environ. | μείωση του των κινδύνου κινδύνων | réduction des risques |
environ. | μείωση του των κινδύνου | réduction des risques |
social.sc. | μείωση του κινδύνου | réduction des risques |
fin., insur. | μείωση του κινδύνου η οποία προκύπτει από τη διαφοροποίηση επενδύσεων | diminution du risque résultant d'une diversification |
environ., UN | μείωση του κινδύνου καταστροφών | réduction des risques de catastrophe |
el. | μείωση του κοντράστ | atténuation |
econ. | μείωση του κόστους ζωής | baisse du coût de la vie |
nat.sc., agric. | μείωση του κόστους των καλλιεργητικών φροντίδων | diminution du coùt des travaux culturaux |
earth.sc., el. | μείωση του λόγου φέρουσας προς θόρυβο | dégradation du rapport porteuse/bruit |
lab.law., econ. | μείωση του μισθού ενός εργαζομένου | diminution de salaire |
lab.law. | μείωση του οπτικού πεδίου | réduction du champ visuel |
lab.law. | μείωση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης | abaissement de l'âge de la retraite anticipée |
gen. | μείωση του ορίου παρέμβασης | abaissement du seuil d'intervention |
insur., lab.law. | μείωση του ορίου συνταξιοδότησης | abaissement de l'âge de la retraite |
environ. | μείωση του πλήθους των ειδών | diminution du nombre d'espèces |
demogr. | μείωση του πληθυσμού | dépeuplement |
stat. | μείωση του ποσοστού των γεννήσεων | déclin de la natalité |
stat. | μείωση του ποσοστού των γεννήσεων | natalité en régression |
stat. | μείωση του ποσοστού των γεννήσεων | baisse des taux de natalité |
stat. | μείωση του ποσοστού των γεννήσεων | baisse de la natalité |
el. | μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων | retrait |
el. | μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων | réduction |
el. | μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων | diminution |
fin., commun. | μείωση του ποσού αντικαταβολής | dégrèvement du montant du remboursement |
environ. | μείωση του ποσού του αμινολαιβουλινικού οξέος στο αίμα και τα ούρα | augmentation du taux de l'acide aminolévulinique dans le sang et l'urine |
law, econ. | μείωση του προσωπικού | diminution de personnel |
law, econ. | μείωση του προσωπικού | diminution des effectifs |
law, econ. | μείωση του προσωπικού | diminution du personnel |
law, econ. | μείωση του προσωπικού | diminution d'effectifs |
commun. | μείωση του ρυθμού σηματοδοσίας | réduction du débit binaire audio |
med. | μείωση του CO2 στο αίμα | hypocapnie alvéolaire |
med. | μείωση του CO2 στο αίμα | déficience en CO2 |
fin., polit. | μείωση του συνόλου των δασμών | abaissement de l'ensemble des droits |
lab.law. | μείωση του υπερβάλλοντος προσωπικού | réduction des sureffectifs |
med., life.sc. | μείωση του υποκείμενου στρώματος | éclaircissement du tapis de fond |
med., life.sc. | μείωση του υποκείμενου στρώματος | éclaircissement du tapis bactérien |
tax. | μείωση του φόρου | allégement de l'impôt |
econ., fin. | μείωση του χρέους | réduction de la dette |
econ., fin. | μείωση του χρέους | désendettement |
agric. | μείωση του χρόνου αμέλγματος | réduction du temps de traite |
agric. | μείωση του χρόνου αρμέγματος | réduction du temps de traite |
law, lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | diminution du nombre d'heures de travail |
law, lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | réduction de la durée de travail |
econ. | μείωση του χρόνου εργασίας | réduction du temps de travail |
law, lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | réduction des heures de travail |
lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | abaissement d'horaires |
law, lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | réduction des horaires |
law, lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | réduction de la durée du travail |
law, lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | diminution des heures de travail |
law, lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | diminution des horaires |
law, lab.law. | μείωση του χρόνου εργασίας | diminution de la durée de travail |
ed. | μείωση του ωρολογίου προγράμματος διδασκαλίας | allègement des horaires d'enseignement |
lab.law. | μείωση των ακουστικών ικανοτήτων | baisse des performances acoustiques |
environ. | μείωση των απαερίων καυσαερίων | réduction des gaz polluants |
environ. | μείωση των απαερίων καυσαερίων | réduction des émissions d'effluents gazeux |
environ. | μείωση των απαερίων | réduction des émissions d'effluents gazeux |
econ. | μείωση των απαιτήσεων | diminution de créances |
law, econ. | μείωση των απασχολουμένων στην επιχείρηση προσώπων | diminution de personnel |
law, econ. | μείωση των απασχολουμένων στην επιχείρηση προσώπων | diminution des effectifs |
law, econ. | μείωση των απασχολουμένων στην επιχείρηση προσώπων | diminution du personnel |
law, econ. | μείωση των απασχολουμένων στην επιχείρηση προσώπων | diminution d'effectifs |
environ. | μείωση των αποβλήτων | réduction des déchets |
law, lab.law. | μείωση των αποδοχών δημοσίου υπαλλήλου | diminution de traitements |
fin. | μείωση των αποθεμάτων | démantèlement des stocks |
econ., fin., agric. | μείωση των αποθεμάτων | déstockage |
fin., agric. | μείωση των αποθεματικών | déstockage |
fin. | μείωση των δασμών που εφαρμόζεται erga omnes | réduction tarifaire appliquée erga omnes |
stat. | μείωση των δεδομένων | réduction des données |
stat. | μείωση των δεδομένων | réduction des observations |
law | μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών | réduire l'écart entre les niveaux de développement des diverses régions et le retard des régions les moins favorisées |
fin. | μείωση των εισαγωγικών δασμών | réduction des droits à l'importation |
tax. | μείωση των εισφορών | abattement de prélèvements |
lab.law. | μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης | allègement des cotisations sociales |
environ., tech., energ.ind. | μείωση των εκπομπών | réduction des émissions |
econ. | μείωση των εκπομπών αερίων | réduction des émissions de gaz |
environ. | μείωση των εκπομπών από την αποψίλωση και υποβάθμιση των δασών στις αναπτυσσόμενες χώρες | réduction des émissions résultant du déboisement et de la dégradation des forêts dans les pays en développement |
fin., polit. | μείωση των εμποδίων στις συναλλαγές | réduction des entraves aux échanges |
social.sc. | μείωση των επιβλαβών συνεπειών | réduction des risques sanitaires |
social.sc. | μείωση των επιβλαβών συνεπειών | réduction des risques |
agric. | μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων | diminution des surfaces cultivées |
environ., UN | μείωση των καταστροφών | réduction des risques de catastrophe |
gen. | μείωση των κοινωνικών δαπανών | réduction de charges sociales |
environ. | μείωση των λυμάτων | réduction des eaux usées |
environ. | μείωση των λυμάτων | réduction des rejets (d'eau usée |
environ. | μείωση των λυμάτων | réduction des rejets d'eau usée |
lab.law. | μείωση των μισθών | baisse des salaires |
lab.law., agric. | μείωση των νεκρών χρόνων που απαιτούνται για την προσαρμογή των εργαλείων | réduction des temps morts nécessités par le montage des outils |
econ., fin. | μείωση των περιθωρίων διακύμανσης | rétrécissement des marges de fluctuation |
fin. | μείωση των πωλήσεων | réduction des ventes déclarées |
econ. | μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων | réduction des forces |
fin. | μείωση των τιμών | repli des prix |
fin. | μείωση των τιμών | baisse des prix |
econ. | μείωση των υποχρεώσεων | diminution des engagements |
econ. | μείωση των υποχρεώσεων | diminution d'engagements |
tax. | μείωση των φόρων | réduction des impôts |
tax. | μείωση των φόρων | réduction d'impôts |
tax. | μείωση των φόρων | allégement des impôts |
tax. | μείωση των φόρων | allègement fiscal |
lab.law. | μείωση των ωραρίων | abaissement d'horaires |
el. | μείωση φέρουσας | réduction de porteuse |
fin. | μείωση φορολογίας για ηλικιωμένα άτομα | abattement pour personnes âgées |
energ.ind. | μείωση φορτίου | délestage de consommation |
el. | μείωση φορτίου | décharger |
el. | μείωση φορτίου | réduction de la charge |
el. | μείωση φορτίου | réduire la charge |
environ., agric. | μείωση φορτίου | allègement |
energ.ind. | μείωση φορτίου | délestage |
el. | μείωση φωτρεύματος με τη θερμοκρασία | trempe thermique |
tax. | μείωση φόρου | diminution d'impôt |
tax. | μείωση φόρου | dégrèvement fiscal |
tax. | μείωση φόρου | réduction d'impôt sur le revenu |
tax. | μείωση φόρου | réduction d'impôt |
tax., R&D. | μείωση φόρου για δαπάνες έρευνας | crédit d'impôt-recherche |
tax., R&D. | μείωση φόρου για δαπάνες έρευνας | CIR |
gen. | μείωση φόρου δωρεάς | réduction des droits de mutation à titre gratuit |
tax. | μείωση φόρου εισοδήματος | réduction d'impôt sur le revenu |
tax. | μείωση φόρου εισοδήματος | réduction d'impôt |
tax., social.sc. | μείωση φόρου; φορολογική ελάφρυνση | réduction d'impôt |
med. | μείωση χρωματοσωμάτων | réduction (reductio) |
environ. | μείωση όζοντος στασίμου καταστάσεως | perte d'ozone à l'équilibre |
environ. | μείωση όζοντος στασίμου καταστάσεως | diminution d'ozone à l'équilibre |
environ. | μείωση όζοντος στασίμου καταστάσεως | appauvrissement en ozone à l'équilibre |
med. | μερική μείωση λεμφοκυττάρων | déplétion lymphocitaire partielle |
earth.sc., el. | μετατροπέας για μείωση συχνότητας | transposeur de fréquence abaisseur |
agric., tech. | μετρική μείωση | décroissance métrique |
lab.law. | μη ευθύγραμμη μείωση των αμοιβών | réduction non linéaire des rémunérations |
environ. | μηχανική μείωση της πρώτης ύλης | réduction mécanique de la matière première |
econ. | μισθολογική μείωση | réduction des salaires |
health. | νοσήματα που προκαλούνται από μείωση της κινητικότητας | maladies liées à la sédentarité |
health. | νοσήματα που προκαλούνται από μείωση της κινητικότητας | maladies de la sédentarité |
fin., polit. | οι δασμοί ελαττώνονται σε κάθε μείωση κατά 10% | les droits sont abaissés de 10% à chaque palier de réduction |
scient. | ομαλή καμπύλη με εκθετική μείωση | courbe continue à décroissance exponentielle |
econ. | οριστική παύση,μείωση ή μεταβολή της δραστηριότητος | cesser,réduire ou changer l'activité de façon definitive |
commun. | παράνομη χρήση τηλεφωνικών γραμμών με σκοπό τη μείωση του κόστους της κλήσης | manipulation frauduleuse de centraux téléphoniques |
fish.farm. | πείραμα για τη μείωση | expérience d'épuisement |
environ. | περιοχή κατοικιών με διευθετήσεις για τη μείωση | zone residentielle avec des limitations de vitesse |
environ. | περιοχή κατοικιών με διευθετήσεις για τη μείωση | mesures de réduction de vitesse en zone résidentielle |
gen. | Περιφερειακή Υπηρεσία Διεκπεραίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση των φορητών όπλων | centre régional pour l'Europe du Sud-Est d'échange d'informations pour la réduction des armes légères |
environ. | πιστοποιημένη μείωση εκπομπών | réduction d'émissions certifiée |
ecol. | πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών | unité de réduction certifiée des émissions |
fin. | που αποβλέπουν στη μείωση των δασμών κάτω από το γενικό επίπεδο | visant à la réduction des droits de douane audessous du niveau général |
met. | προκύπτει ως εκ τούτου μείωση της σκληρότητας σε σχέση με την κατάσταση εξομάλυνσης | il en résulte une diminution de la dureté par rapport à l'état normalisé |
agric. | προοδευτική μείωση | dégressivité |
law, fin. | προοδευτική μείωση του φόρου | décote |
law, fin. | προοδευτική μείωση του φόρου | atténuation dégressive de la taxe |
agric. | προσθήκη σακχάρου και ύδατος στο γλεύκος με σκοπό τη μείωση της οξύτητας | gallisation |
agric. | προσθήκη σακχάρου και ύδατος στο γλεύκος με σκοπό τη μείωση της οξύτητας | gallisage |
gen. | προσπαθούν να επιτύχουν,ώστε η μείωση να φθάσει... | ils s'efforcent d'aboutir à ce que la réduction atteigne... |
ecol. | προσωρινή πιστοποιημένη μείωση εκπομπών | unité de réduction certifiée des émissions temporaire |
ecol. | προσωρινή πιστοποιημένη μείωση εκπομπών | URCE temporaire |
gen. | Πρωτόκολλο για την τροποποίηση της Σύμβασης για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας | Protocole portant modification à la Convention sur la réduction des cas de pluralité de nationalités et sur les obligations militaires en cas de pluralité de nationalités |
gen. | Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας | Protocole additionnel à la Convention sur la réduction des cas de pluralité de nationalités et sur les obligations militaires en cas de pluralité de nationalités |
environ., UN | Πρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος | protocole relatif à la réduction de l'acidification, de l'eutrophisation et de l'ozone troposphérique |
environ., UN | Πρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος | Protocole à la Convention de 1979 sur la pollution atmosphérique transfrontière à longue distance, relatif à la réduction de l'acidification, de l'eutrophisation et de l'ozone troposphérique |
environ., UN | Πρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος | protocole de Göteborg |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διασυνοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μείωση των εκπομπών θείου ή των διασυνοριακών ροών του, τουλάχιστον κατά 30% | Protocole à la Convention sur la pollution atmosphérique transfrontière à longue distance, relatif à la réduction des émissions de soufre ou de leurs flux transfrontières d'au moins 30 pour cent |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διασυνοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μείωση των εκπομπών θείου ή των διασυνοριακών ροών του, τουλάχιστον κατά 30% | Protocole d'Helsinki |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διασυνοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση σχετικά με την περαιτέρω μείωση των εκπομπών θείου | Protocole à la Convention sur la pollution atmosphérique transfrontière à longue distance, relatif à une nouvelle réduction des émissions de soufre |
fin., agric. | πρόγραμμα για τη μείωση των αποθεμάτων | programme de déstockage |
fin., agric. | πρόγραμμα για τη μείωση των αποθεμάτων | effort de déstockage |
econ. | Πρόγραμμα δράσης για τη μείωση του διοικητικού φόρτου στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Programme d'action pour la réduction des charges administratives dans l'Union européenne |
econ., environ., forestr. | Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τη μείωση των εκπομπών από την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών | Programme de collaboration des Nations Unies sur la réduction des émissions liées à la déforestation et à la dégradation des forêts dans les pays en développement |
econ., environ., forestr. | Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τη μείωση των εκπομπών από την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών | programme ONU-REDD |
life.sc. | πρόσθετα για τη μείωση των απωλειών κυκλοφορίας λάσπης | additifs pour réduire les pertes de circulation |
chem. | πρόσθετο για τη μείωση της οξύτητας | additif anti-acide |
environ. | σημαντική μείωση παραγωγικής ικανότητας | réduction significative de capacité |
gen. | σιωπηρή/ρητή μείωση ή προεξόφληση | déduction ou escompte implicite/explicite |
fish.farm. | σκάφη με κινητήρες που έχουν υποστεί μείωση | navires à moteurs à puissance réduite |
agric. | σταδιακή μείωση των τιμών των σιτηρών | réduction par étapes des prix des céréales |
agric., mech.eng. | στην περίπτωση του ακτινοειδούς εξαερισμού δεν είναι δυνατή η μείωση του ύψους των σπόρων | dans le cas de la ventilation radiale,l'on ne saurait envisager de réduire la hauteur du grain |
gen. | στρατηγική για τη μείωση της φτώχειας | stratégie de réduction de la pauvreté |
environ., chem. | συμβουλευτική επιτροπή για τη μείωση των κινδύνων από τις χημικές ουσίες | comité consultatif sur la réduction des risques chimiques |
polit. | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας σε θείο ορισμένων υγρών καυσίμων | Comité consultatif pour la mise en oeuvre de la directive concernant la réduction de la teneur en soufre de certains combustibles liquides |
environ. | Συμβουλευτική επιτροπή για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προκαλείται από την έκχυση υδρογονανθράκων και άλλων επιβλαβών ουσιών στη θάλασσα | Comité consultatif en matière de contrôle et de réduction de la pollution causée par le déversement en mer d'hydrocarbures et autres substances dangereuses |
environ. | Συμβουλευτική επιτροπή για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προκαλείται από την έκχυση υδρογονανθράκων και άλλων επιβλαβών ουσιών στη θάλασσα | Comité consultatif en matière de contrôle et de réduction de la pollution causée par le déversement d'hydrocarbures en mer |
environ. | Συμμαχία για το κλίμα και μια καθαρή ατμόσφαιρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων ρυπαντών που επιβαρύνουν το κλίμα | Coalition pour le climat et l'air pur visant à réduire les polluants de courte durée de vie ayant un effet sur le climat |
polit. | Συμφωνία για τη Μείωση των Συμβατικών Εξοπλισμών στην Ευρώπη | Forces conventionnelles en Europe |
polit. | Συμφωνία για τη Μείωση των Συμβατικών Εξοπλισμών στην Ευρώπη | négociations sur la réduction des forces armées conventionnelles en Europe |
polit. | Συμφωνία για τη Μείωση των Συμβατικών Εξοπλισμών στην Ευρώπη | Forces classiques en Europe |
polit. | Συμφωνία για τη Μείωση των Συμβατικών Εξοπλισμών στην Ευρώπη | Armements conventionnels en Europe |
fin., commer. | συμφωνία για τη μείωση των τιμών | accord de baisse des prix |
environ. | συναλλαγές με αντικείμενο τη μείωση των εκπομπών | mise en réserve de crédits pour la réduction des émissions |
environ. | Συνασπισμός για το Κλίμα και τον Καθαρό Αέρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων κλιματικών ρύπων | Coalition pour le climat et l'air pur visant à réduire les polluants de courte durée de vie ayant un effet sur le climat |
gen. | Συνθήκη για περαιτέρω μείωση των στρατηγικών όπλων | Traité entre les Etats-Unis d'Amérique et la Fédération de Russie sur la poursuite de la réduction et de la limitation des armements stratégiques offensifs |
gen. | Συνθήκη για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | START I |
gen. | Συνθήκη για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | Traité entre les USA et l'URSS sur la réduction et la limitation des armements stratégiques offensifs |
econ. | συνολική μείωση των οικονομικών κρατικών επεμβάσεων | déréglementation économique globale |
gen. | συνομιλίες για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | négociations sur la réduction des armes stratégiques |
gen. | συνομιλίες για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | pourparlers sur la réduction des armes stratégiques |
gen. | Συνομιλίες για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | pourparlers sur la réduction des armes stratégiques |
gen. | Συνομιλίες για τη μείωση των στρατηγικών όπλων | négociations sur la réduction des armes stratégiques |
el. | συσκευή για τη μείωση του ήχου | appareil pour réduire le bruit |
Canada, comp., MS | συσχετισμένη μείωση | réduction imputée |
comp., MS | συσχετισμένη μείωση | réduction appliquée |
gen. | Σύμβαση για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας | Convention sur la réduction des cas de pluralité de nationalités et sur les obligations militaires en cas de pluralité de nationalités |
immigr. | Σύμβαση για τη μείωση των περιπτώσεων των ανιθαγενών | Convention sur la réduction des cas d'apatridie |
fin., econ. | σύμπτυξη των περιθωρίων διακύμανσης; μείωση των περιθωρίων διακύμανσης | rétrécissement des marges de fluctuation |
environ. | σύσταση για τη μείωση των κινδύνων | recommandation concernant la réduction des risques |
econ., environ., forestr. | Ταμείο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου μέσω της προστασίας των δασών | Fonds de partenariat pour le carbone forestier |
econ., environ., forestr. | Ταμείο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου μέσω της προστασίας των δασών | Fonds de partenariat pour la réduction des émissions de carbone forestier |
med. | τελική μείωση των συγκεντρώσεων στο πλάσμα | décroissance terminale des concentrations plasmatiques |
econ. | τεχνητή μείωση των τιμών παραγωγού | abaissement artificiel des prix de revient |
met. | το νικέλιο προκαλεί μείωση των θερμοκρασιών των περλιτικών και φερριτικών μετασχηματισμών | le nickel abaisse les températures de transformation ferritiques et perlitiques |
interntl.trade., tax. | υπέρμετρη μειώση ή επιστροφή σε μεγαλύτερη από την κανονική έκταση έμμεσων φόρων ή επιβαρύνσεων | abattement ou ristourne excessifs au titre d'impôts indirects ou d'impositions à l'importation |
interntl.trade. | υποχρέωση όσον αφορά τη μείωση των εσωτερικών ενισχύσεων | engagement de réduction du soutien interne |
econ., fin. | υποχώρηση του πληθωρισμού' μείωση του πληθωρισμού | désinflation |
health., industr., chem. | φάρμακο για τη μείωση του λίπους στο αίμα | hypolipidomique |
med. | χρωμοσωμική μείωση | réduction chromatique |