DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing γραμμή | all forms
GreekFrench
ανοιχτή γραμμήligne directe
ανοιχτή τηλεφωνική γραμμήligne directe
γραμμή δίαυλουligne de tunnel
γραμμή επιτάχυνσηςligne d'accélération
γραμμή εσόδωνligne de recettes
γραμμή η οποία επιβαρύνθηκε με την αρχική δαπάνηligne qui a supporté la dépense initiale
γραμμή κεφαλαιαγοράςligne du marché des capitaux
γραμμή που συνδέει τους ώμους γραφικού σχηματισμούligne d'épaules
γραμμή πρόληψης και ρευστότηταςligne de précaution et de liquidité
γραμμή τάσηςligne de tendance
γραμμή του προϋπολογισμούligne
γραμμή του προϋπολογισμούligne budgétaire
δευτερεύουσα γραμμήligne secondaire
εγγυητική γραμμήligne de substitution
επιδότηση εγγεγραμμένη στην ειδική γραμμή του γενικού προϋπολογισμού των ΕΚsubvention inscrite au budget global des CE
η γραμμή που επιβαρύνθηκε με την αρχική δαπάνηligne qui a supporté la dépense
καταλογίζω σε γραμμή του προϋπολογισμούimputer à une ligne du budget
κατευθυντήρια γεωργική γραμμήdirective agricole
κατευθυντήρια γεωργική γραμμήligne directrice agricole
κατευθυντήρια γραμμή νομισματικής πολιτικής με ποσοτικό χαρακτήραobjectif monétaire quantitatif
κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζαςorientation de la Banque centrale européenne
τιμή οδηγός 2. κατευθυντήρια γραμμήprix directeur