Subject | Greek | French |
med. | ακριβής αποκατάσταση του DNA | réparation fidèle de l'ADN |
el. | ανάδρομη αποκατάσταση επικοινωνίας | établissement d'une communication vers l'arrière |
environ. | Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: Πράσινη Βίβλος σχετικά με την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών | Livre vert sur la réparation des dommages causés à l'environnement |
med. | ανοσιακή αποκατάσταση | restauration immunitaire |
med. | ανοσιακή αποκατάσταση | reconstitution immunitaire |
environ. | αντισταθμιστική αποκατάσταση | réparation compensatoire |
environ. | αποζημίωση/αποκατάσταση επανόρθωση της ζημίας | réparation des dommages |
commun. | αποζημίωση προς αποκατάσταση βλάβης | indemnité de dédommagement |
comp., MS | αποκατάσταση έπειτα από παρουσίαση σφάλματος | récupération sur incident |
commun. | αποκατάσταση αβλάβης | dérangement relevé |
health. | αποκατάσταση αναπήρου | réadaptation fonctionnelle |
med. | αποκατάσταση ανδρικής στειρότητας | rétablissement de la fertilité |
IT, tech. | αποκατάσταση αρχικών συνθηκών | initialisation |
transp., construct. | αποκατάσταση ασφαλτικών στρώσεων | thermorégénération |
IT, tech. | αποκατάσταση βλάβης | procédure de redressement |
IT, tech. | αποκατάσταση βλάβης | procédure de reprise |
IT, tech. | αποκατάσταση βλάβης | récupération |
IT, tech. | αποκατάσταση βλάβης | procédure de rétablissement |
commun., IT | αποκατάσταση βλάβης | dépannage |
IT, tech. | αποκατάσταση βλάβης | procédure de correction |
environ. | αποκατάσταση γαιών του εδάφους | restauration de terrain |
environ. | αποκατάσταση γαιών | restauration de terrain |
environ. | αποκατάσταση γαιών του εδάφους σε ορεινές περιοχές | restauration de terrain en montagne |
commun. | αποκατάσταση γραμμής | établissement d'une ligne |
environ., agric. | αποκατάσταση δασών | reconstitution des forêts |
environ., agric. | αποκατάσταση δασών | repeuplement |
environ., agric. | αποκατάσταση δασών | régénération |
environ., agric. | αποκατάσταση δασών | restauration des forêts |
environ., agric. | αποκατάσταση δασών | rajeunissement |
el. | αποκατάσταση διαδρομής | méthode à la volée |
transp., construct. | αποκατάσταση διατομής οδοστρώματος | reprofilage |
environ., industr. | αποκατάσταση εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών | réhabilitation de friches industrielles |
waste.man., coal. | αποκατάσταση εδαφικής έκτασης | remise en valeur |
IT, astronaut., tech. | αποκατάσταση εικόνας | restauration d'image |
med. | αποκατάσταση εξάρθρωσης ώμου κατά Iselin | réduction de luxation d'épaule par la méthode d'Iselin |
commun. | αποκατάσταση εξυπηρέτησης | rétablissement du service |
environ. | αποκατάσταση' επανόρθωση | réparation |
commun. | αποκατάσταση επικοινωνίας κατά την ορθή φορά | établissement d'une communication vers l'avant |
commun. | αποκατάσταση επικοινωνιών | établissement de communications |
transp., construct. | αποκατάσταση επιφανειακής στρώσης | resurfaçage |
comp., MS | αποκατάσταση εύρυθμης λειτουργίας | correction |
environ., agric. | αποκατάσταση ζημίας | action corrective |
gen. | αποκατάσταση ζημιάς | réparation du dommage |
met. | αποκατάσταση θερμικής ισορροπίας | mise en equilibre thermique |
transp., el. | αποκατάσταση και έλεγχος της ισχύος | conditionnement et régulation de puissance |
EU. | αποκατάσταση και αναπροσαρμογή αναπήρων | réhabilitation et réadaptation des invalides |
gen. | αποκατάσταση και αναπροσαρμογή ατόμων με ειδικές ανάγκες | réhabilitation et réadaptation des invalides |
comp., MS | αποκατάσταση καταστροφής | récupération d'urgence |
commun., IT | αποκατάσταση κλήσης | établissement de la communication |
commun., IT | αποκατάσταση κλήσης | établissement de la connexion |
commun., IT | αποκατάσταση κλήσης | établissement de l'appel |
el. | αποκατάσταση κλήσης χωρίς κατάληψη καναλιού | établissement de l'appel entièrement sur canal de signalisation dédié |
el. | αποκατάσταση κλήσης χωρίς κατάληψη καναλιού | établissement des appels hors émission |
el. | αποκατάσταση κλήσης χωρίς κατάληψη καναλιού | établissement d'une connexion sans émission |
environ. | αποκατάσταση κτηρίου | restauration de bâtiment |
market. | αποκατάσταση λογαριασμού | reconstitution d'un compte |
environ. | αποκατάσταση με φυτά | phytoremédiation |
gen. | αποκατάσταση μετά τις συγκρούσεις | relèvement après un conflit |
environ. | αποκατάσταση μολυσμένου βιομηχανικού χώρου | remise en état d'un site industriel contaminé |
chem. | αποκατάσταση μορφών με ανάλυση Fourier | restitution des formes par analyse de Fourier |
transp. | αποκατάσταση οδού | réhabilitation routière |
med. | αποκατάσταση παραφίμωσης δίκην "κομβίου κουδουνιού" | réduction du pharaphimosis par la manoeuvre du "bouton de sonnette" |
environ., industr. | αποκατάσταση περιοχής | remise en état du site |
gen. | αποκατάσταση περιοχών όπου παλαιότερα υπήρχαν ανθρακωρυχεία | réhabilitation des anciennes zones charbonnières |
life.sc., el. | αποκατάσταση πíεσης | remontée de pression |
transp. | αποκατάσταση πλήρους μαγνητικού πεδίου | déshuntage |
pharma., earth.sc., transp. | αποκατάσταση πληθυσμού | régénération |
agric. | αποκατάσταση πληθυσμού | repeuplement après la coupe |
stat. | αποκατάσταση πληροφορίας | méthode de Yates |
environ. | αποκατάσταση ποιότητας νερού | restauration de la qualité des eaux |
transp., construct. | αποκατάσταση πρόσφυσης | régénération de l'adhérence |
med. | αποκατάσταση σε σκότος | réparation en phase obscure |
IT | αποκατάσταση συνεχούς ρεύματος | restitution de composante continue |
IT | αποκατάσταση συστήματος | techniques de remise en état d'un système |
comp., MS | Αποκατάσταση συστήματος | Récupération du système |
life.sc. | αποκατάσταση σφάλματος δείκτη του κατακόρυφου δίσκου μέσω ισοσταθμιστού | niveau du cercle vertical |
life.sc. | αποκατάσταση σφάλματος δείκτη του κατακόρυφου δίσκου μέσω ισοσταθμιστού | nivelle d'index |
life.sc. | αποκατάσταση σφάλματος δείκτη του κατακόρυφου δίσκου μέσω ισοσταθμιστού | niveau des hauteurs |
IT | αποκατάσταση σφαλμάτων | élimination d'erreurs |
gen. | αποκατάσταση σωματικά αναπήρων και ψυχασθενών | réhabilitation des infirmes physiques et des malades mentaux |
commun., IT | αποκατάσταση σύνδεσης | établissement de la connexion |
commun., IT | αποκατάσταση σύνδεσης | établissement de l'appel |
commun., IT | αποκατάσταση σύνδεσης | établissement de la communication |
el. | αποκατάσταση σύνδεσης | etablissement de la communication |
commun. | αποκατάσταση σύνδεσης δεδομένων | initialisation de la liaison |
mech.eng., el. | αποκατάσταση τάσης | amorçage en tension |
environ. | αποκατάσταση της άγριας χλωροπανίδας | restauration de la vie sauvage |
transp. | αποκατάσταση της διατομής σιδηροτροχιών | reprofilage des rails |
law | αποκατάσταση της ειρήνης | règlement de paix |
transp. | αποκατάσταση της επιφάνειας κύλισης των επισώτρων | reprofilage des bandages |
tax. | αποκατάσταση της εφαρμογής τελωνειακών δασμών | rétablissement de la perception des droits de douane |
gen. | αποκατάσταση της εφαρμογής των τελωνειακών δασμών 2. επαναφορά της επιβολής τελωνειακών δασμών | rétablissement de la perception des droits de douane |
environ. | αποκατάσταση επανόρθωση της ζημίας | réparation des dommages |
insur., agric. | αποκατάσταση της ζημίας | compensation de préjudice |
econ. | αποκατάσταση της ζημίας | indemnisation |
law | αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν τα πρόσωπα | réparation du dommage subi |
transp., mil., grnd.forc. | αποκατάσταση της ικανότητας οδήγησης | réhabilitation |
econ. | αποκατάσταση της ισορροπίας της διεθνούς οικονομίας | rééquilibrage de l'économie mondiale |
econ., fin. | αποκατάσταση της ισορροπίας του ισοζυγίου πληρωμών; εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών | redressement de la balance des paiements |
transp. | αποκατάσταση της λειτουργίας | reprise du service normal |
environ. | αποκατάσταση της πανίδας | restauration de la vie sauvage |
environ. | αποκατάσταση της ποιότητας του νερού των υδάτων | restauration de l'eau |
environ. | αποκατάσταση της ποιότητας του νερού | restauration de l'eau |
el. | αποκατάσταση της στάθμης του σήματος | rétablissement du niveau du signal |
commun., IT | αποκατάσταση της σύνδεσης | établissement des liaisons |
law | αποκατάσταση της υλικής ζημίας | réparation d'un préjudice matériel |
pharma., el. | αποκατάσταση της φυσιολογικής κατάστασης | retour à l'état normal |
environ. | αποκατάσταση της χλωρίδας | restauration de la flore |
social.sc. | αποκατάσταση τοξικομανών | réhabilitation des toxicomanes |
environ. | αποκατάσταση ανάπλαση τοπίου | rétablissement du paysage |
environ. | αποκατάσταση της τοποθεσίας | restauration de site |
agric., industr. | αποκατάσταση του επιφανειακού στρώματος | resurfaçage |
earth.sc. | αποκατάσταση του μαγνητικού πεδίου | établissement du champ magnétique |
med. | αποκατάσταση του παθολογικού γονιδιώματος | correction du génome pathologique |
environ. | αποκατάσταση του περιβάλλοντος | remise en état de l'environnement |
transp. | αποκατάσταση του προφίλ των επισώτρων | reprofilage des bandages |
environ. | Αποκατάσταση του στρατοσφαιρικού όζοντος | reconstitution de la stratosphère |
met. | αποκατάσταση του χώρου απόθεσης σκωρίας | exploitation du crassier |
environ. | αποκατάσταση των ακτών που έχουν υποστεί διάβρωση. 2. αναμόρφωση αναδια- μόρφωση του αιγιαλού ή των διαβρωμένων ακτών | remblayage des plages |
IT, industr. | αποκατάσταση των απωλειών των σημάτων εικόνας | compensation de pertes de signaux vidéo |
construct., mun.plan. | αποκατάσταση των αστικών κέντρων | réhabilitation urbaine |
lab.law. | αποκατάσταση των ατυχημάτων εργασίας | réparation d'un accident du travail |
industr. | αποκατάσταση των εγκαταλελειμμένων τόπων εξόρυξης | réhabilitation des terrains occupés par d'anciens sièges d'extraction |
environ., coal. | αποκατάσταση των εκτός λειτουργίας χώρων | réhabilitation de sites désaffectés |
law | αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από κοινοτικό όργανο | réparation de dommages causés par une institution communautaire |
transp. | αποκατάσταση των ζημιών στο συγκεκριμένο κράτος μέλος | indemnisation du préjudice dans l'Etat membre concerné |
IT | αποκατάσταση των κωδικοποιημένων σημάτων γραμμής | restitution des signaux émis en ligne |
IT, dat.proc. | αποκατάσταση των τιμών στηλοθέτησης | rappel d'un tabulateur |
social.sc., health. | αποκατάσταση των τοξικομανών | réhabilitation des toxicomanes |
social.sc., health. | αποκατάσταση των τοξικομανών | réhabilitation des drogués |
construct., mun.plan., environ. | αποκατάσταση των χώρων | réhabilitation des sites |
gen. | αποκατάσταση υποβαθμισμένων βιομηχανικών ζωνών | réhabilitation de sites industriels dégradés |
transp., construct. | αποκατάσταση υφισταμένου οδοστρώματος | restauration de l'aptitude au service |
transp., construct. | αποκατάσταση υφισταμένου οδοστρώματος | remise en état d'une chaussée existante |
el. | αποκατάσταση χρονισμού | reconstitution du rythme |
IT, el. | αποκατάσταση χρονισμού | récupération de rythme |
el. | αποκατάσταση χρονισμού | récupération du rythme |
el. | αποκατάσταση χρονισμού | reconstitution du temps |
el. | αποκατάσταση χρονισμού δυαδικού ψηφίου | rétablissement du rythme binaire |
environ. | αποκατάσταση χώρου εξόρυξης | remise en état de sites miniers |
gen. | Αποστολή παρατήρησης στο Μπουρούντι; Διεθνής αποστολή προστασίας και παρατήρησης για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο Μπουρούντι ; Αποστολή παρατήρησης στο Μπουρούντι | Mission internationale de protection et d'observation pour la restauration de la confiance au Burundi |
gen. | Αποστολή παρατήρησης στο Μπουρούντι; Διεθνής αποστολή προστασίας και παρατήρησης για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο Μπουρούντι ; Αποστολή παρατήρησης στο Μπουρούντι | Mission d'observation au Burundi |
agric. | αρωγή για επαγγελματική αποκατάσταση | aide à l'embauche |
transp., chem. | ατμοσφαιρική αποκατάσταση δεξαμενής | mise à l'air libre du réservoir |
commun., IT | αυτόματη αποκατάσταση επικοινωνίας | établissement automatique d'une communication |
commun., IT | αυτόματη αποκατάσταση κλήσης | établissement automatique d'une communication |
comp., MS | Αυτόματη αποκατάσταση συστήματος | Récupération automatique du système |
commun. | αυτόματη αποκατάσταση σφάλματος | correction automatique d'erreurs |
comp., MS | Διαγνωστικά και αποκατάσταση των Windows | Diagnostics et récupération Windows |
commun. | διαθεσιμότητα σύνδεσης για αποκατάσταση | disponibilité d'une communication à établir |
fin., transp. | Διεθνές Ταμείο "Καθαρισμού για την αποκατάσταση της ασφαλούς ναυσιπλοΐας στο Δούναβη" | Fonds international pour le "Déblaiement du chenal du Danube" |
gen. | δράσεις με στόχο την αποκατάσταση | opérations de réhabilitation |
environ. | εγγενής βιολογική αποκατάσταση | bioremédiation intrinsèque |
gen. | εξασφαλίζει εύλογη αποκατάσταση της ζημίας και χορηγεί δίκαιη αποζημίωση | assurer une équitable réparation du préjudice et accorder une juste indemnité |
transp. | επί τόπου αποκατάσταση βλάβης | dépannage d'urgence en service |
busin., labor.org. | επαγγελματική εγκατάσταση ; εγκατάσταση' δημιουργία' καθιέρωση' εγκαθίδρυση' αποκατάσταση | établissement |
transp., construct. | επιφανειακή αποκατάσταση αμμοχαλικόστρωτου οδοστρώματος | rechargement |
h.rghts.act. | Εταιρεία για την παροχή βοήθειας, την αποκατάσταση και την ανάπτυξη της περιοχής Nuba | Société pour l'assistance et le développement des Noubas |
gen. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα επιμέλειας των τέκνων και για την αποκατάσταση της επιμέλειάς τους | Convention européenne sur la reconnaissance et l'exécution des décisions en matière de garde des enfants et le rétablissement de la garde des enfants |
fin. | εύλογη αποκατάσταση της ζημίας | réparation adéquate du préjudice |
law | εύλογη αποκατάσταση της ζημίας | équitable réparation du préjudice |
met. | η αναθέρμανση σε χαμηλότερη θερμοκρασία είναι γνωστή ως "αποκατάσταση" | un réchauffage à plus basse température est connu sous le nom de restauration |
law | η αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας | le remboursement de certaines servitudes inhérentes à la notion de service public |
law | η Kοινότης υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας | la Communauté est tenue de réparer le dommage |
environ. | ηλεκτροκινητική αποκατάσταση | remédiation électrocinétique |
med. | ιστική αποκατάσταση | réparation tissulaire |
social.sc. | κοινωνική αποκατάσταση των τοξικομανών | réintégration sociale des toxicomanes |
el. | μαγνητική αποκατάσταση | conditionnement magnétique |
med., life.sc. | μεταλλαξογόνος αποκατάσταση του DNA | réparation infidèle de l'ADN |
med., life.sc. | μεταλλαξογόνος αποκατάσταση του DNA | réparation mutagène de l'ADN |
med., life.sc. | μεταλλαξογόνος αποκατάσταση του DNA | réparation de l'ADN induisant des erreurs |
fin., polit. | μεταποίηση με σκοπό την αποκατάσταση ζημιών | transformation visant à remédier aux effets des avaries subies |
med., life.sc. | μη ακριβής αποκατάσταση του DNA | réparation mutagène de l'ADN |
med., life.sc. | μη ακριβής αποκατάσταση του DNA | réparation infidèle de l'ADN |
med., life.sc. | μη ακριβής αποκατάσταση του DNA | réparation de l'ADN induisant des erreurs |
econ., fin. | νομισματική αποκατάσταση | assainissement monétaire |
environ. | Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας | DRE |
environ. | Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας | directive sur la responsabilité environnementale |
environ. | Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας | Directive 2004/35/CE du Parlement européen et du Conseil du 21 avril 2004 sur la responsabilité environnementale en ce qui concerne la prévention et la réparation des dommages environnementaux |
environ. | οικολογική αποκατάσταση | reprise écologique |
comp., MS | ολική αποκατάσταση λειτουργικού συστήματος | récupération complète |
comp., MS | ομαλή αποκατάσταση | récupération sans perte de données |
insur. | παροχές για αποκατάσταση απώλειας μισθού | prestations versées au titre de compensation de salaire |
environ. | περιβαλλοντική αποκατάσταση | restauration de l'environnement |
med. | πλαστική αποκατάσταση δικεφάλου μύ | plastie du biceps |
med. | πλαστική επέμβαση για αποκατάσταση της ακράτειας | plastie pour incontinence |
environ. | ποιοτική αποκατάσταση | régénération |
environ. | πρωτογενής αποκατάσταση | réparation primaire |
health. | πρόγραμμα για την αποκατάσταση των αναπήρων θυμάτων ναρκών | programme de réhabilitation pour les victimes handicapées par les mines |
life.sc. | Πρόγραμμα επίδειξης σχετικά με την ολοκληρωμένη αποκατάσταση των παράκτιων περιοχών | Programme de démonstration sur l'aménagement intégré des zones côtières |
transp. | πρόχειρη αποκατάσταση βλάβης | dépannage d'urgence en service |
met. | πύρωση για αποκατάσταση | relaxation:revenu de detente:revenu de stabilisation |
med. | σκιερή αποκατάσταση | réparation en phase obscure |
environ. | συμπληρωματική αποκατάσταση | réparation complémentaire |
arts. | σχέδια διατήρησης στις πόλεις και τα χωριά που στοχεύουν στην αποκατάσταση και επανένταξη, σύμφωνα με μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, του μνημείου και του γύρω χώρου του στον περιβάλλοντα ευρύτερο δημόσιο χώρο | projets de conservation dans les villes et les villages visant à réhabiliter, selon une approche intégrée, le monument et ses abords dans l'espace public qui l'entoure |
agric., fish.farm. | τεχνητή αποκατάσταση πληθυσμών | repeuplement artificiel |
agric., fish.farm. | τεχνητή αποκατάσταση πληθυσμών | reconstitution artificielle des stocks |
agric., fish.farm. | τεχνητή αποκατάσταση πληθυσμών | peuplement artificiel |
law | υποχρεούνται αλληλεγγύως σε αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε από την αίτησή τους | ils sont tenus de réparer solidairement le préjudice résultant de leur demande |
gen. | φυσική και επαγγελματική αποκατάσταση | réadaptation fonctionnelle et professionnelle |
environ., nat.res. | φυτική αποκατάσταση για απορρύπανση | phytoremédiation |
environ., nat.res. | φυτική αποκατάσταση για απορρύπανση | phyto-décontamination |
commun., IT | χειρισμός με αποκατάσταση-διακοπή | modulation par tout ou rien |
med. | χειρουργική αποκατάσταση μελών | anaplastie |
fin. | χρηματοπιστωτική αποκατάσταση | restauration du système financier |
fin. | χρηματοπιστωτική αποκατάσταση | sauvetage financier |
fin. | χρηματοπιστωτική αποκατάσταση | remise en état du système financier |
fin. | χρηματοπιστωτική αποκατάσταση | redressement financier |
el. | χρονική αποκατάσταση σε δύο βήματα | rétablissement du temps en deux étapes |