DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing αντικείμενο | all forms
GreekFrench
αντικείμενο που φέρει απορροφητικό χαρτίtampon-buvard
αντικείμενοθήκηπου φέρει ράβδους σχεδίασης από κάρβουνοporte-fusain
αντικείμενο που φέρει υποδοχές για την τοποθέτηση των σφραγίδωνporte-cachets
αντικείμενο που χρησιμεύει ως βαρίδιο για τη συγκράτηση εγγγράφωνpresse-papiers
αντικείμενο στολισμούcolifichet
αντικείμενο σχηματοποιημένο με πρεσσάρισμαverre pressé
αντικείμενο σχηματοποιημένο με πρεσσάρισμαmoulure!
ευρωπαϊκή πρωτοβουλία με αντικείμενο την ποιότηταinitiative européenne de qualité
κοίλο αντικείμενοpièce creuse
κοίλο αντικείμενοcorps creux
μεμονωμένο καιόμενο αντικείμενοobjet isolé en feu
πρεσσαριστό αντικείμενοverre pressé
πρεσσαριστό αντικείμενοmoulure!