Subject | Greek | French |
environ. | αδίκημα εις βάρος του περιβάλλοντος | atteinte à l'environnement |
law, crim.law. | αδίκημα εκ προθέσεως | délit intentionnel |
law | αδίκημα εμφορούμενο από πολιτικά κίνητρα | infraction inspirée par des motifs politiques |
law | αδίκημα κοινού ποινικού δικαίου | délit de droit commun |
econ. | αδίκημα λόγω εγκατάλειψης παθόντος | délit de fuite |
fin. | αδίκημα μέλους του χρηματιστηρίου | opération d'initiés |
fin. | αδίκημα μέλους του χρηματιστηρίου | transaction d'initié |
fin. | αδίκημα μέλους του χρηματιστηρίου | délit d'initié |
h.rghts.act. | αδίκημα με κίνητρο το μίσος | délit de crime haineux |
law | αδίκημα παρεμπόδισης | délit d'entrave |
law | αδίκημα που διαπράχθηκε κατά την εργασία | délit commis à l'occasion du travail |
law | αδίκημα που καλύπτεται από αμνηστία | infraction couverte par l'amnistie |
law | αδίκημα που καλύπτεται από αμνηστία | infraction amnistiée |
law, tax. | αδίκημα του κοινού δικαίου το οποίο διαπράττεται με σκοπό τη φοροαπάτη | délit de droit commun commis dans le but de fraude fiscale |
crim.law., fin. | αδίκημα χρησιμοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών | opération irrégulière effectuée par un "initié" |
crim.law., fin. | αδίκημα χρησιμοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών | opération d'initié |
crim.law., fin. | αδίκημα χρησιμοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών | délit d'initié |
law, crim.law. | βασικό έγκλημα' βασικό αδίκημα | infraction ordinaire |
law | διαπράττω αδίκημα | constituer un délit |
gen. | εγκατάλειψη παθόντος; αδίκημα λόγω εγκατάλειψης παθόντος | délit de fuite |
law | εκ προθέσεως συμβολή στο αδίκημα | contribution intentionnelle à l'infraction |
econ. | κατηγορία για αδίκημα | accusation |
law | κολάσιμο ποινικό αδίκημα | infraction donnant lieu à poursuites |
gen. | κύριο αδίκημα | infraction principale |
gen. | κύριο αδίκημα | infraction d'origine |
law, crim.law. | ποινικό αδίκημα | infraction pénale |
law | πολιτικό αδίκημα | infraction politique |
law | πράξη που στοιχειοθετεί αδίκημα | fait constitutif d'une infraction |
law | συνενοχή σε αδίκημα | complicité criminelle |
law, tax. | τελωνειακό αδίκημα | infraction en matière de droits de douane |
law, tax. | φορολογικό αδίκημα | infraction fiscale |
law, tax. | φορολογικό αδίκημα | infraction en matière de taxes |
law, tax. | φορολογικό αδίκημα | délit fiscal |