Subject | Greek | German |
el. | αληθινή εξασθένηση | wahre Abschwächung |
el. | αντίστροφη εξασθένηση σε κυκλοφορητή ή απομονωτή | Rückwartsdämpfung |
el. | αργή εξασθένηση | log-normale Verdunkelung |
el. | αργή εξασθένηση | langsamer Schwund |
el. | αργή εξασθένηση | langsame Abschwächung |
el. | ατμοσφαιρική εξασθένηση | atmosphärischer Verlust |
commun. | βαθμιαία εξασθένηση | Überblenden |
commun. | βαθμιαία εξασθένηση | Einblenden/Ausblenden |
el. | διαφορική εξασθένηση | Differentialabschwächung |
el. | διαφορική εξασθένηση λόγω βροχής | differentielle Regendämpfung |
commun. | εξασθένηση από ανακλάσεις | Reflexionsdämpfung |
el. | εξασθένηση από ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα | Ausbreitungsdämpfung durch Regenstreuung |
el. | εξασθένηση από ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα | Abschwächung durch Regen |
el. | εξασθένηση από βροχή | Ausbreitungsdämpfung durch Regenstreuung |
el. | εξασθένηση από βροχή | Abschwächung durch Regen |
el. | εξασθένηση από στερεά σωματίδια | Abschwächung durch Festteilchen |
commun. | εξασθένηση από χαλάζι | Abschwächung durch Hagel |
commun. | εξασθένηση βλάστησης | Vegetationsdämpfung |
commun., IT | εξασθένηση γραμμής | Leitungsdämpfung |
el. | εξασθένηση γραμμής | Leitungsdaempfung |
el. | εξασθένηση διαγραφής | Löschdämpfung |
commun. | εξασθένηση διασταύρωσης ομιλίας | Nebensprechdämpfung |
commun., IT | εξασθένηση διαφωνίας | Nebensprechdämpfung |
commun., el. | εξασθένηση εικόνας | Vierpoldämpfung |
el. | εξασθένηση ελεύθερου χώρου μεταξύ αντιπόδων | antipodische Freiraumdämpfung |
el. | εξασθένηση ελεύθερου χώρου σύμφωνα με το νόμο του αντιστρόφου της απόστασης | Abschwächung im freien Raum im umgekehrten Verhältnis zur Distanz |
health. | εξασθένηση ευρείας δέσμης | Schwächung im breiten Strahlenbündel |
commun., transp. | εξασθένηση εφαπτομένης | Tangentialschwund |
IT | εξασθένηση ζευγών διασύνδεσης | Dämpfung der Verbindungaderpaare |
el. | εξασθένηση ζωνοφρακτικού φίλτρου | Dämpfung eines Bereichssperrkreises |
commun., IT | εξασθένηση ζώνης διαπέρασης | Durchlaßdämpfung |
IT | Εξασθένηση ηχούς | Echodämpfung |
phys.sc., environ., tech. | εξασθένηση θορύβου | Schalldaempfung |
commun. | εξασθένηση καλωδίου | Leitungsdämpfung |
commun., IT | εξασθένηση κυμάτων επιφανείας | Abschwächung der Bodenwelle |
el. | εξασθένηση κύριας δέσμης | Dämpfung des Vorwärtsstrahls |
health. | εξασθένηση λεπτής δέσμης | Schwächung im schmalen Strahlenbündel |
el. | εξασθένηση λόγω γεωγραφικού πλάτους | Abschwächung in der Längsrichtung |
commun. | εξασθένηση λόγω πάγου | Eisdämpfung |
med. | εξασθένηση μεταγραφής | Transkriptionsabschwächung |
med. | εξασθένηση μεταγραφής | Transkriptionsattenuierung |
el. | εξασθένηση οφειλόμενη σε σχηματισμό πάγου | Rauhreif-Zusatz-Daempfung |
commun. | εξασθένηση παραδιαφωνίας | Nahnebensprechdämpfung |
el. | εξασθένηση παρεμβολής | Einfügungsverlust |
el. | εξασθένηση περίθλασης | Beugungsverlust |
el. | εξασθένηση περίθλασης | Beugungsdämpfung |
commun., IT | εξασθένηση πλευρικής ζώνης | Seitenbandunterdrückung |
el. | εξασθένηση ΡέιλεϊRayleigh | Rayleigh-Schwund |
commun., IT | εξασθένηση ραδιοκυμάτων | Übertragungsdämpfung |
IT | εξασθένηση σ.κ | Dauerstrichdämpfung |
el. | εξασθένηση σκόπευσης | Antennenausrichtungsverlust |
IT | εξασθένηση στο καλώδιο | Kabeldämpfung |
el. | εξασθένηση συχνότητας-ειδώλου και ενδιάμεσης συχνότητας | Verhältnis von Spiegel- und Zwischenfrequenzdämpfung |
chem. | εξασθένηση της αρτιότητος του πυρηνικού καυσίμου | Minderung der Unversehrtheit des Brennstoffs |
chem. | εξασθένηση της αρτιότητος του πυρηνικού καυσίμου | Leckwerden des Brennelements |
econ. | εξασθένηση της ζήτησης | schwache Nachfrage |
life.sc. | εξασθένηση της ηλιακής ακτινοβολίας | Schwächung der Sonnenstrahlung |
environ. | εξασθένηση της ολικής στήλης του όζοντος | Verringerung der gesamten Ozonsäule |
phys.sc. | εξασθένηση της ραδιενέργειας | Aktivitaetsabfall |
phys.sc. | εξασθένηση της ραδιενέργειας | Aktivitaetsabbau |
earth.sc. | εξασθένηση της ροής νετρονίων | Daempfung des Neutronenflusses |
environ. | εξασθένηση εξάντληση της στιβάδας του όζοντος | Abbau der Ozonschicht |
environ. | Εξασθένηση του στρατοσφαιρικού όζοντος | Abnahme der Ozonschicht in der Stratosphäre |
environ. | εξασθένηση οπή του στρατοσφαιρικού όζοντος | Abnahme der Ozonschicht in der Stratosphäre |
environ. | εξασθένηση οπή του στρατοσφαιρικού όζοντος | Ozonloch |
environ. | Εξασθένηση του στρατοσφαιρικού όζοντος | Ozonabbau in der Stratosphäre |
environ. | Εξασθένηση του στρατοσφαιρικού όζοντος | Stratosphärischer Ozonabbau |
environ. | Εξασθένηση του στρατοσφαιρικού όζοντος | Zerstörung der äußeren Ozonschicht |
environ. | Εξασθένηση του στρατοσφαιρικού όζοντος | Ozonloch |
environ. | εξασθένηση οπή του στρατοσφαιρικού όζοντος | Zerstörung der äußeren Ozonschicht |
environ. | εξασθένηση οπή του στρατοσφαιρικού όζοντος | Ozonabbau in der Stratosphäre |
environ. | εξασθένηση οπή του στρατοσφαιρικού όζοντος | Stratosphärischer Ozonabbau |
commun. | εξασθένηση ύδατος | Wasserdämpfung |
commun., IT | εξωζωνική εξασθένηση | Sperrdämpfung |
el. | επιλεκτική κατά συχνότητα εξασθένηση | frequenzselektive Dämpfung |
commun., IT | επιτρεπτή εξασθένηση | zugelassene Dämpfung |
commun., IT | επιτρεπτή εξασθένηση | erlaubte Dämpfung |
commun., transp. | εφαπτομένη εξασθένηση | Tangentialschwund |
earth.sc., tech. | ηχητική εξασθένηση | Schallminderung |
earth.sc., tech. | ηχητική εξασθένηση | Lärmminderung |
earth.sc., tech. | ηχητική εξασθένηση | Geräuschminderung |
el. | ισοδύναμη εξασθένηση | äquivalente Dämpfung |
commun. | λευκή εξασθένηση | Weißstauchung |
el. | μέση εξασθένηση | mittlere Abschwächung |
el. | μακροπρόθεσμη μέση εξασθένηση | mittlerer Langzeitschwund |
earth.sc. | μακροχρόνια εξασθένηση της ραδιενεργείας | Langzeitabreicherung der Radioaktivitaet |
IT | μεταβλητή εξασθένηση οπτικής ίνας | veränderliche Glasfaserdämpfung |
commun., IT | μη επιλεκτική εξασθένηση | nicht selektive Abschwächung |
IT | ολική εξασθένηση | Gesamtdämpfung |
commun., IT | ομοιοπολική εξασθένηση | kopolare Abschwächung |
IT | ονομαστική εξασθένηση | Nennwert der Dämpfung |
IT | ονομαστική εξασθένηση | Nenndämpfung |
med. | οφθαλμική εξασθένηση | Schwachsichtigkeit |
med. | οφθαλμική εξασθένηση | Augenüberanstrengung |
med. | οφθαλμική εξασθένηση | Asthenopie |
el. | παραμένουσα εξασθένηση | Grunddämpfung |
commun., IT | πραγματική εξασθένηση | Dämpfung bei 800 Hz |
health. | προστιθέμενη εξασθένηση | Einfügungsverlust |
health. | προστιθέμενη εξασθένηση | Einfügsdämpfung |
el. | πρόσθετη εξασθένηση | übermäßige Abschwächung |
el. | πρόσω εξασθένηση σε κυκλοφορητή ή απομονωτή | Vorwartsdämpfung |
med. | σεξουαλική εξασθένηση | Debilitas sexualis |
commun., IT | σταυροπολωτική εξασθένηση | Kreuzpolarisationsunterdrückung |
IT | συνολική εξασθένηση | Gesamtdämpfung |
earth.sc. | τυχαία εξασθένηση | Zufallsschwund |
earth.sc. | τυχαία εξασθένηση | Zufallsfading |
commun., el. | φυγόκεντρη εξασθένηση σήματος | Amplitudenabfall |
environ. | φυσική εξασθένηση | natürliche Bindung |