DictionaryForumContacts

   Greek German
Terms for subject Transport containing 1 | all forms
GreekGerman
αποδεκτό επίπεδο ποιότητας ; επίπεδο αποδεκτής ποιότητας; 1. αποδεκτό επίπεδο ποιότητας 2. επίπεδο αποδεκτής ποιότηταςannehmbare Qualitätsgrenzlage
δάπεδο 1ου θαλάμου δεξαμενής ανύψωσηςSohle der Schleusenkammer
επιδόσεις κατηγορίας 1Flugleistungsklasse 1
κεντρικό αεροφυλάκιο Νο 1Hauptluftbehälter Nr.1
κλίση 1/20Schienenneigung 1:20
κοιτόστρωση 1ου θαλάμου δεξαμενής ανύψωσηςSohle der Schleusenkammer
κωνικότητα 1/20Radreifenneigung 1:20
κύρια δεξαμενή Νο 1Hauptluftbehälter Nr.1
1/4ρθια θέσηsenkrechte Position
όχημα με κινητήρα,κατηγορία Ν1Kraftfahrzeug,Klasse N1
όχημα με κινητήρα,κατηγορίας Μ1Kraftfahrzeug der Klass M1