Subject | Greek | German |
earth.sc. | ακουστικά όρια | Hörbereich |
life.sc. | ακραία όρια περιφοράς | aeusserste Schwankungsbreite |
stat. | αληθή όρια κλάσης μετρήσεων | echte Klassengrenzen |
med. | ανεκτά θερμικά όρια όρια αδιαφόρου θερμοκρασίας | Behaglichkeitsgrenze |
fin. | ανοίγματα που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα όρια | Kredite, die die Obergrenzen überschreiten |
fin. | ανώτατα δασμολογικά όρια | Zollplafonds |
fin. | ανώτατα πιστωτικά όρια | Kreditplafond |
gen. | ανώτατα πιστωτικά όρια; ανώτατα όρια πιστώσεων | Kredithöchstbetrag |
econ. | ανώτατα όρια ανάληψης υποχρεώσεων | Bereitstellungsplafonds |
econ., fin. | ανώτατα όρια αναπροεξοφλήσεων | Rediskontplafond |
econ., fin. | ανώτατα όρια αναπροεξοφλήσεων | Rediskontkontingente |
gov. | ανώτατα όρια απόδοσης εξόδων υγειονομικής περίθαλψης | Höchstsätze für die Erstattung der Krankheitskosten |
fin. | ανώτατα όρια για τη χορήγηση πιστώσεων | Kreditplafond |
econ., fin. | ανώτατα όρια για τη χορήγηση πιστώσεων' ανώτατα όρια πιστώσεων | Kreditplafonds |
econ., fin. | ανώτατα όρια για τη χορήγηση πιστώσεων' ανώτατα όρια πιστώσεων | Kreditplafondierung |
econ., fin. | ανώτατα όρια για τη χορήγηση πιστώσεων' ανώτατα όρια πιστώσεων | Kreditbegrenzungen |
econ., fin. | ανώτατα όρια για τη χορήγηση πιστώσεων' ανώτατα όρια πιστώσεων | Kreditkontingentierung |
econ., fin. | ανώτατα όρια για τη χορήγηση πιστώσεων' ανώτατα όρια πιστώσεων | Bereitstellungsplafonds |
econ. | ανώτατα όρια δεσμεύσεως | Bereitstellungsplafonds |
econ. | ανώτατα όρια δεσμεύσεως' ανώτατα όρια ανάληψης υποχρεώσεων | Bereitstellungsplafonds |
environ. | Ανώτατα όρια εκπομπών | Emissionsgrenzwerte |
pharma. | ανώτατα όρια καταλοίπων | Rückstandshöchstmengen |
pharma. | ανώτατα όρια καταλοίπων | Höchstmengen für Tierarzneimittelrückstände |
food.ind. | ανώτατα όρια καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα | Tierarzneimittelrückstände in Lebensmitteln |
environ., energ.ind. | ανώτατα όρια περιεκτικότητας σε μόλυβδο της βενζίνης με μόλυβδο | Höchstwert für den Bleigehalt von Benzin |
fin. | ανώτατα όρια πιστώσεων | Kreditplafond |
stat., scient. | απαραμετρικά όρια ανοχής | parameterfreie Toleranzgrenzen |
transp. | αποδεκτά όρια | zulaessige Grenzwerte |
gen. | αριθμός προσωπικού κάτω από τα όρια του αποδεκτού | kritische Schwelle für den Personalbestand |
insur. | γεωγραφικά όρια | Gebietsgrenzen |
fin. | διευρύνω τα όρια κλάσης | den Geltungsbereich einer Nummer erweitern |
environ. | διοικητικά όρια | Verwaltungsgrenze |
environ. | διοικητικά όρια/όρια διοίκησης | Verwaltungsgrenze |
transp., avia. | δομικά όρια | strukturelle Belastungsgrenzen |
law | εδαφικά όρια εφαρμογής | räumlicher Geltungsbereich |
law | εδαφικά όρια εφαρμογής | territorialer Geltungsbereich |
law | εδαφικά όρια εφαρμογής | territorialer Anwendungsbereich |
law | εδαφικά όρια εφαρμογής | räumlicher Anwendungsbereich |
fin. | επισήμως καθοριζόμενα ανώτατα όρια για τις επιδοτήσεις | behördlich festgesetzter Höchstsatz für Habenzinsen |
health. | επιστημονική επιτροπή για τα όρια έκθεσης κατά τη διάρκεια της εργασίας | Wissenschaftlicher Ausschuss für Grenzwerte berufsbedingter Exposition gegenüber chemischen Arbeitsstoffen |
health., lab.law. | Επιστημονική επιτροπή για τα όρια έκθεσης κατά τη διάρκεια της εργασίας, σε χημικές ουσίες | Wissenschaftlicher Ausschuss für die Grenzwerte berufsbedingter Exposition gegenüber chemischen Arbeitsstoffen |
gen. | Επιστημονική επιτροπή για τα όρια έκθεσης, κατά τη διάρκεια της εργασίας, σε χημικές ουσίες | Ausschuss Hoher Arbeitsaufsichtsbeamter |
nat.sc., industr. | επιστημονική ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα όρια επαγγελματικής έκθεσης | Gruppe wissenschaftlicher Sachverständiger für Grenzwerte berufsbedingter Exposition |
law, int. law., min.prod. | Επιτροπή για τα όρια της υφαλοκρηπίδας | Kommission zur Begrenzung des Festlandsockels |
tax. | θετικά όρια του φόρου εισοδήματος | positive Eckwerten der Einkommensteuer |
fin. | καθημερινά υποχρεωτικά όρια καλύμματος; περιθώριο ασφάλισης ημερησίως | tägliche Einschusspflicht |
stat. | καθοδηγητικά όρια | Mutungsgrenzen |
math. | καθοδηγητικά όρια | Fiduzialgrenzen |
environ. | κανονισμός σχετικά με για τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια | Höchstmengenverordnung |
chem., met. | κατακρήμνιση στα όρια των κόκκων,συγκρίσιμη με δευτερογενή σκλήρυνση | Ausscheidung an den Korngrenzen, vergleichbar mit dem Effekt des Ausscheidungshaertens |
fin. | καταλογισμός στις δασμολογικές ποσοστώσεις ή στα ανώτατα δασμολογικά όρια | Anrechnung auf Zollkontingente oder Zollplafonds |
transp., tech., law | κατεργασμένα όρια | bearbeitete Auflagefläche |
el. | κλίση της πτώσης της φασματικής απόκρισης στα όρια της ζώνης διέλευσης | Begrenzungsneigung |
stat. | κυρτά όρια ανοχής κούτσουρων | logarithmisch-konvexe Toleranzgrenzen |
stat., scient. | λογαριθμο-κυρτά όρια ανοχής | log-konvexe Toleranzgrenzen |
transp., avia. | μέγιστα όρια καθισμάτων | höchstzulässige Sitzplatzkapazität |
econ. | μέσα στα επιτρεπτά από το νόμο όρια | innerhalb der amtlichen Freigrenzen |
met. | τομέταλλο βάσης δεν αναμιγνύεται με το μέταλλο συγκόλλησης παρά μόνο στα όρια | der grundwerkstoff vermischt sich nur in den randzonen mit dem schweissgut |
stat. | μη παραμετρικά όρια ανοχής | nicht parametrische Toleranzgrenzen |
environ. | μια διαγνωστική εξέταση η οποία επιτρέπει να καθορισθούν τα όρια της συλλογικής ασφάλειας | ein diagnostischer Test, mit dem sich die Grenzen fuer die kollektive Sicherheit bestimmen lassen |
med. | νόμιμα χρονικά όρια έκτρωσης | gesetzliche Frist für die Abtreibung |
fin., econ. | οριακή παρέμβαση ; παρέμβαση στα όρια του περιθωρίου διακύμανσης; παρέμβαση στα όρια | Intervention an den Interventionspunkten |
fin., econ. | οριακή παρέμβαση ; παρέμβαση στα όρια του περιθωρίου διακύμανσης; παρέμβαση στα όρια | Intervention am Interventionspunkt |
tech. | περιλαμβανόμενο στα όρια ανοχής | lehrenhaltig |
tech. | περιλαμβανόμενο στα όρια ανοχής | kaliberhaltig |
stat., scient. | πιστευτικά όρια | Fiduzialgrenzen |
account. | πιστωτικά όρια | Lineare Abschreibungsmethode |
transp. | προδιαγεγραμμένα όρια | vorgeschriebene Grenzwerte |
environ. | προδιαγεγραμμένα όρια εκπομπών | Emissionsnorm |
gen. | προκαθορισμένα όρια | vorgegebene Grenzen |
met., el. | προσβολή στα όρια κόκκων στην υπερπαθητική ζώνη | Korrosion entlang der Korngrenze im transpassiven Bereich |
mater.sc., met. | ρηγμάτωση από σχηματισμό βαθμίδων στα περατωτικά όρια των κόκκων | Rissbildung durch Stuffenbildung in den Korngrenzen |
math. | συμπιεσμένο όρια | eingeengte Grenzen |
stat. | συνεπτυγμένα όρια | eingeengte Kontrollgrenzen |
social.sc. | Σύμβασις αφορώσα τα ελάχιστα όρια της κοινωνικής ασφαλείας | Übereinkommen über die Mindestnormen der Sozialen Sicherheit |
environ. | σύστημα με "ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας" | Handelssystem mit festen Emissionsobergrenzen |
environ. | σύστημα με "ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας" | Konzept von "Obergrenzen und Handel" |
environ. | σύστημα με "ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας" | "Cap-and-Trade"-System |
environ. | Τα προτεινόμενα εθνικά και διεθνή όρια έκθεσης είναι τα ίδια. | die national und international empfohlenen Hochstdosen stimmen miteinander ueberein |
environ. | τα όρια ασφαλείας εκφράζονται σε RAD ανά μονάδα χρόνου | die Sicherheitsgrenzen werden in rad je Zeiteinheit ausgedrueckt |
stat. | ταξικά όρια | Klassengrenzen |
mater.sc., el. | τιμολόγιο με όρια χρόνου | tarifliches Zeitlimit |
stat., scient. | τροποποιημένα όρια ελέγχου | modifizierte Kontrollgrenzen |
stat. | τροποποιημένα όρια ελέγχου | modifizierte Regelgrenzen |
mater.sc. | φαινόμενα στο μεταίχμιο και στα όρια | Schnittstellen-und Grenzprozesse |
fin. | φορολογικά όρια | Steuergrenzen |
life.sc., coal. | χάρτης εμφανίζων όρια παραχώρησης | Zulegungsriss |
life.sc., coal. | χάρτης εμφανίζων όρια παραχώρησης | Feldeszulegungsriss |
law | όρια ακίνητης περιουσίας | Abmarkung |
fish.farm. | όρια αλιείας | Fischereigrenzen |
commun. | όρια αναγκαίου ζωνικού εύρους | Grenze der notwendigen Bandbreite |
math. | όρια ανοχής | Toleranzgrenzen |
tech., mater.sc., chem. | όρια ανοχής | Grenzwerte |
comp., MS | όρια αντικειμένου | Grenze |
comp., MS | όρια αντικειμένου | Begrenzung |
med. | όρια αντοχής εις το οργανικόν στρες | Belastungsspielraum |
transp., avia. | όρια ανόδου απογείωσης | Grenzwerte für die Startsteigleistung |
gen. | όρια αρμοδιότητας των υπηρεσιών | Amtsbereich |
earth.sc. | όρια αστάθειας | Instabilitaetsfronten |
gen. | όρια ασφαλείας | Sicherheitsgrenzwerte |
transp. | όρια διαδρομής εισιτηρίων | Zahlgrenze |
market. | όρια διακυμάνσεως | Schwankungsbreite |
econ., stat., scient. | όρια διασποράς | Zufallsgrenzen |
econ., stat., scient. | όρια διασποράς | Streugrenzen |
environ. | όρια διοίκησης | Verwaltungsgrenze |
coal. | όρια εγκατάστασης | Anlagengrenze |
coal. | όρια εγκατάστασης | Baufeldgrenze |
coal. | όρια εγκατάστασης | battery limits |
coal. | όρια εγκατάστασης | Anlagenfeldgrenze |
chem. | όρια εκρηκτικότητας | Explosionsgrenzen |
agric. | όρια εκτάσεως εξυπηρετουμένης υπό υδροληψίας διανομής | Gebietsgrenze fuer einen Auslass |
stat., scient. | όρια ελέγχου | Kontrollgrenzen |
stat., scient. | όρια ελέγχου | Entscheidungsgrenzen |
math. | όρια ελέγχου | Regelgrenze |
lab.law. | όρια ελαστικού ωραρίου | Gleitzeit |
stat. | όρια εμπιστοσύνης | Vertrauensgrenzen |
scient. | όρια εμπιστοσύνης | Vertrauensbereich |
scient. | όρια εμπιστοσύνης | Vertrauensintervall |
math. | όρια εμπιστοσύνης | Konfidenzgrenzen |
fin. | όρια επιτήρησης | Zielbereich |
fin. | όρια επιτήρησης | Beobachtungskorridor |
coal. | όρια εργοταξίου | Baufeldgrenze |
coal. | όρια εργοταξίου | battery limits |
coal. | όρια εργοταξίου | Anlagengrenze |
coal. | όρια εργοταξίου | Anlagenfeldgrenze |
law, transp., mater.sc. | όρια θερμοκρασίας | Temperaturgrenzen |
health. | όρια ισοδυνάμου δόσεως | Äquivalentdosisgrenzwert |
law | όρια ισχύος | Tragweite |
law | όρια ισχύος | Geltungsbereich |
law | όρια ισχύος | Anwendungsbereich |
transp., avia. | όρια κέντρου βάρους | Grenzen der Schwerpunktlagen |
transp. | όρια κέντρου βάρους | Schwerpunktgrenzlagen |
earth.sc., transp. | όρια κέντρου βάρους αεροσκάφους | Schwerpunktgrenzlagen |
transp., avia. | όρια καθισμάτων | Sitzplatzkapazität |
gen. | όρια και συνθήκες λειτουργίας | Betriebsgrenzwerte und Betriebsbedingungen |
transp. | όρια Κ.Β. | Schwerpunktgrenzlagen |
el. | όρια κυττάρου | Zellgrenze |
comp., MS | όρια κύλισης | Bildlaufgrenzen |
el. | όρια λειτουργίας | Arbeitsbereich |
mech.eng., construct. | όρια λειτουργίας αυτομάτων ρυθμιστών σταθεράς παροχής | Modulgrenzen |
mech.eng., construct. | όρια λειτουργίας αυτομάτων ρυθμιστών σταθεράς παροχής | Abflussreglergrenzen |
mech.eng., construct. | όρια λειτουργίας ημιαυτομάτων ρυθμιστών ημισταθεράς παροχής | Modulgrenzen |
mech.eng., construct. | όρια λειτουργίας ημιαυτομάτων ρυθμιστών ημισταθεράς παροχής | Abflussreglergrenzen |
transp., avia. | όρια μάζας και ζυγοστάθμισης | Masse- und Schwerpunktgrenzen |
life.sc. | όρια πάγου-θάλασσας | Eiskante |
commun. | όρια παρακείμενων ζωνών | Grenze der Seitenbänder |
fin. | όρια παρακολούθησης | Zielbereich |
fin. | όρια παρακολούθησης | Beobachtungskorridor |
stat. | όρια πιθανότητας | Wahrscheinlichkeitsgrenzen |
life.sc., environ. | όρια προστασίας της βλάστησης | Schwellenwert für den Schutz der Vegetation |
law, h.rghts.act. | όρια στη χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα | Begrenzung der Rechtseinschränkungen |
IT, dat.proc. | όρια συνόλου κελιών | Zellengrenze |
IT, dat.proc. | όρια συνόλου κυψελών | Zellengrenze |
transp., avia. | όρια συστημάτων | Betriebsgrenzen der Bordanlagen |
earth.sc., el. | όρια σφάλματος | Fehlergrenzen |
stat. | όρια τάξεως | Klassengrenzen |
el. | όρια τάσεως | Spannungsgrenzen |
el. | όρια τάσης | Pinch-off-Bereich |
el. | όρια τάσης | Abschnürbereich |
transp., avia. | όρια ταχύτητας | Geschwindigkeitsgrenze |
forestr. | όρια της περιοχής | Bestandesgrenzen |
industr., construct., chem. | όρια τοξικότητας | Grenzwert |
industr., construct., chem. | όρια τοξικότητας | Giftwert |
fin. | όρια του κύκλου εργασιών | Umsatzschwelle |
fin. | όρια του στόχου σχετικά με την αύξηση του Μ3 | Zielkorridor für M3-Wachstum |
stat. | όρια τριών σίγμα | Drei-Sigma-Grenzen |
met. | όρια φάσεων | Phasengrenze |
chem. | όρια φόρτωσης | Belastungsgrenze |
tech., mater.sc. | όρια χρησιμοποίησης | Verwendungsgrenze |
tech., mater.sc. | όρια χρησιμοποίησης | Gebrauchsgrenze |