DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Banking containing τα | all forms | exact matches only
GreekGerman
ανθεκτικότητα των τραπεζώνWiderstandsfähigkeit von Banken
εκ του νόμου σύστημα εγγύησης των καταθέσεωνgesetzliches Einlagensicherungssystem
ενδιάμεση ανάλωση των τραπεζικών υπηρεσιών η οποία δεν έχει κατανεμηθεί κατά τομέαintermediärer Verbrauch von nicht aufgegliederten Bankdienstleistungen
εντολή πληρωμής που υποβάλλεται εκ των προτέρωνgespeicherter Zahlungsauftrag
εποπτεία των τραπεζώνBankenaufsicht
κερδοσκοπία επί των διακυμάνσεων των επιτοκίωνzinsspekulative Erwartungen
κινητικότητα των λογαριασμώνKundenmobilität bei Bankkonten
κινητικότητα των πελατώνKundenmobilität bei Bankkonten
κινητικότητα των πελατών σε σχέση με τους τραπεζικούς λογαριασμούςKundenmobilität bei Bankkonten
μαζικές αναλήψεις των καταθέσεωνRun auf eine Bank
μαζικές αναλήψεις των καταθέσεωνAnsturm auf die Banken
προσομοίωση ακραίων καταστάσεων από πάνω προς τα κάτωTopdown-Stresstest
σκληρός πυρήνας των ιδίων κεφαλαίωνKernkapital
συμβατικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεωνvertragliches Einlagensicherungssystem