DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing σωμάτειο | all forms
GreekGerman
επαγγελματικό σωματείοFachvereinigung
επαγγελματικό σωματείοWirtschaftsvereinigung
επαγγελματικό σωματείοBerufsvereinigung
επαγγελματοβιοτεχνικό σωματείοZunft
επαγγελματοβιοτεχνικό σωματείοInnung
εργατικό σωματείοArbeitnehmervereinigung
εργατικό σωματείοArbeiterverein
εργοδοτικό σωματείοArbeitgebervereinigung
εργοδοτικό σωματείοArbeitgeberverband
συνδικαλιστικό σωματείοBerufsverein
συνδικαλιστικό σωματείοBerufsverband
σωματείο εν τοις πράγμασιfaktische Vereinigung
σωματείο επαγγελματιών-βιοτεχνώνZunft
σωματείο επαγγελματιών-βιοτεχνώνInnung
σωματείο εργατώνArbeitnehmervereinigung
σωματείο εργοδοτώνArbeitgebervereinigung
σωματείο εργοδοτώνArbeitgeberverband
σωματείο κοινής ωφέλειαςgemeinnütziger Verein
σωματείο κοινής ωφέλειαςgemeinnützige Vereinigung
σωματείο των εργοδοτώνArbeitgebervereinigung
σωματείο των εργοδοτώνArbeitgeberverband
σωματείο χωρίς νομική προσωπικότηταfaktische Vereinigung