Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Law
containing
σωμάτειο
|
all forms
Greek
German
επαγγελματικό
σωματείο
Fachvereinigung
επαγγελματικό
σωματείο
Wirtschaftsvereinigung
επαγγελματικό
σωματείο
Berufsvereinigung
επαγγελματοβιοτεχνικό
σωματείο
Zunft
επαγγελματοβιοτεχνικό
σωματείο
Innung
εργατικό
σωματείο
Arbeitnehmervereinigung
εργατικό
σωματείο
Arbeiterverein
εργοδοτικό
σωματείο
Arbeitgebervereinigung
εργοδοτικό
σωματείο
Arbeitgeberverband
συνδικαλιστικό
σωματείο
Berufsverein
συνδικαλιστικό
σωματείο
Berufsverband
σωματείο
εν τοις πράγμασι
faktische Vereinigung
σωματείο
επαγγελματιών-βιοτεχνών
Zunft
σωματείο
επαγγελματιών-βιοτεχνών
Innung
σωματείο
εργατών
Arbeitnehmervereinigung
σωματείο
εργοδοτών
Arbeitgebervereinigung
σωματείο
εργοδοτών
Arbeitgeberverband
σωματείο
κοινής ωφέλειας
gemeinnütziger Verein
σωματείο
κοινής ωφέλειας
gemeinnützige Vereinigung
σωματείο
των εργοδοτών
Arbeitgebervereinigung
σωματείο
των εργοδοτών
Arbeitgeberverband
σωματείο
χωρίς νομική προσωπικότητα
faktische Vereinigung
Get short URL